Όλα αυτά τα κόμματα ή οι οργανώσεις που υπερασπίζονται συγκεκριμένα κράτη ή πολιτικές ομάδες της αστικής κοινωνίας εναντίον άλλων, αν και μόνο «περιορισμένα» ή «κρίσιμα» - ας είναι εν ονόματι του «σοσιαλισμού», της «δημοκρατίας», του «αντιφασισμού», της «εθνικής ανεξαρτησίας», του «ενιαίου μετώπου», ή του «μικρότερου κακού»-, που αναπτύσσουν την πολιτική τους πάνω στο εκλογικό τσίρκο, που συμμετέχουν στις εχθρικές προς τους εργάτες δραστηριότητες των συνδικάτων ή στις παραπλανήσεις της αυτοδιοίκησης, είναι όργανα του πολιτικού μηχανισμού του κεφαλαίου. Αυτό ισχύει ιδίως για τα «σοσιαλιστικά» και «κομμουνιστικά» κόμματα.
Αυτά τα κόμματα, τα οποία κάποτε προσωποιούσαν την πρωτοπορία του παγκόσμιου προλεταριάτου, πέρασαν από τότε μια διαδικασία εκφυλισμού που τους οδήγησε στο αστικό στρατόπεδο. Αφού οι Διεθνείς, στις οποίες άνηκαν αυτά τα κόμματα (τα σοσιαλιστικά κόμματα της ΙΙ Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα της ΙΙΙ Διεθνούς) αυτές καθ’αυτές είχαν πεθάνει (παρά της τυπικής διατήρησης των δομών της), αυτά τα κόμματα εξακολούθησαν να υπάρχουν μόνο για να γίνουν σταδιακά και το κάθε ένα για τον εαυτό του (συχνά σημαντικά) μέρη των γραναζιών του αστικού κρατικού μηχανισμού στις χώρες τους.
Αυτή ήταν η περίπτωση της ΙΙ Διεθνούς, όταν οι μεγάλοι των κομμάτων της κυριευμένοι από το έλκος του οπορτουνισμού και του κεντρισμού παρασύρθηκαν πλειοψηφικά με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (που εκδήλωσε το θάνατο της ΙΙ Διεθνούς) να εφαρμόσουν την πολιτική της «εθνικής υπεράσπισης». Αυτό έγινε υπό την ηγεσία των σοσιαλο-σοβινιστικών δικαιωμάτων, η οποία εκείνη τη στιγμή προσχώρησε στην αστική τάξη. Τελικά, αυτά τα κόμματα αντιμετώπισαν ευθέως το επαναστατικό ρεύμα των μαχών και ανέλαβαν τον ρόλο του δήμιου της εργατικής τάξης, όπως στην Γερμανία το 1919. Η οριστική ένταξη όλων αυτών των κομμάτων στο αστικό κράτος έγινε μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή η διαδικασία ένταξης είχε αποκλειστεί οριστικά στις αρχές του 20ου αιώνα, και αφού τα τελευταία προλεταριακά ρεύματα αποβλήθηκαν από τις σειρές τους – ή τις είχαν εγκαταλείψει οι ίδιοι για να προσχωρήσουν στην Κομμουνιστική Διεθνούς.
Μετά από μια παρόμοια διαδικασία του οπορτουνιστικού εκφυλισμού προσχώρησαν και τα κομμουνιστικά κόμματα στο καπιταλιστικό στρατόπεδο. Αυτή η διαδικασία, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη στις αρχές του 1920, συνέχισε και μετά το θάνατο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (η οποία το 1928 ήταν χαρακτηρισμένη μέσω της ανάληψης της «θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια χώρα»), ώστε παρά των πικρών μαχών των κοινοβουλευτικών ομάδων της Αριστεράς και μετά την αποβολή της να καταλήξει σε πλήρη ενσωμάτωση αυτών των κομμάτων στο καπιταλιστικό κράτος στις αρχές του 1930, όταν αυτά προσχώρησαν στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών της εκάστοτε αστικής τάξης και μπήκαν στο λαΐκό μέτωπο. Ακόμα και η ενεργή συμμετοχή τους στην «αντιφασιστική αντίσταση» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και στην «εθνική ανοικοδόμηση» μετά τον πόλεμο τους παρουσίασε ως πιστούς υπηρέτες του εθνικού κεφαλαίου και ως καθαρή προσωποίηση της αντεπανάστασης.
Όλα τα λεγόμενα «επαναστατικά ρεύματα» -ο μαοΐσμός, ο οποίος είναι μόνο μια παραλλαγή εκείνων των κομμάτων που προσχώρησαν οριστικά στην αστική τάξη· ο τροτσκισμός, ο οποίος έπεσε θύμα σε μια παρόμοια διαδικασία εκφυλισμού, αφού ήταν στην αρχή μια προλεταριακή αντίδραση εναντίον της προδοσίας των κομμουνιστικών κομμάτων, ή ο παραδοσιακός αναρχισμός, ο οποίος εκπροσωπεί σήμερα την ίδια πολιτική μέθοδο και μοιράζει συγκεκριμένες θέσεις με τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα (όπως π.χ. αντιφασιστικές συμμαχίες) –ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο: αυτού του κεφαλαίου. Η μικρότερη επιρροή του ή η ριζοσπαστικότερη γλώσσα του δεν αλλάζουν τίποτα στις αστικές βάσεις του προγράμματος και της ουσίας του, αλλά τους κάνει χρήσιμους οδηγούς, προσκολλημένους και εκπροσώπους των εγκατεστημένων κομμάτων.