Ουκρανία: Απέναντι στον ιμπεριαλισμό προτάσσουμε τον προλεταριακό διεθνισμό

Όταν τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν κτήρια στρατηγικής σημασίας στην Κριμαία, ο Τζων Κέρυ, υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, προέβη στην παρακάτω βαρύγδουπη δήλωση για να εκφράσει την αποδοκιμασία του προς τον Ρώσο πρόεδρο:

«Δεν μπορείτε στον 21ο αιώνα να συμπεριφέρεστε με μεθόδους του 19ου αιώνα εισβάλοντας σε μια άλλη χώρα και χρησιμοποιώντας εντελώς γελοία προσχήματα».

Ο Πούτιν, εν τω μεταξύ, δανειζόμενος από το λεξιλόγιο που καθιέρωσε διεθνώς ο Τόνυ Μπλερ, ισχυρίστηκε ότι η καλυμμένη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μια «ανθρωπιστική επέμβαση» και ότι, εν πάσει περιπτώσει, οι δυνάμεις που κατέλαβαν το κοινοβούλιο της Κριμαίας δεν ήσαν παρά τοπικές «μονάδες αυτοάμυνας», οι οποίες αγόρασαν τις ρωσικές στρατιωτικές στολές που φορούσαν από ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ενδυμάτων.

Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς την κενολογία και την υποκρισία αυτών των φερεφώνων του κεφαλαίου. Η δήλωση του Κέρυ έγινε δεκτή με μια επικοινωνιακή καταιγίδα εξ αριστερών, η οποία επεσήμαινε ότι η εισβολή σε άλλες χώρες με την χρήση γελοίων προσχημάτων αποτελεί την πάγια συμπεριφορά των ΗΠΑ για ένα διάστημα πλέον των δύο δεκαετιών, με την εισβολή του 2003 στο Ιράκ με την πρόφαση της αναζήτησης όπλων μαζικής καταστροφής ως το αποκορύφωμα της «συμπεριφοράς τύπου 19ου αιώνα». Όσον αφορά την επίκληση του Πούτιν στα ανθρωπιστικά κίνητρα, δεν μπορεί παρά κι αυτή να προκαλεί τον γέλωτα σε ολόκληρο τον κόσμο, αν μη τι άλλο επειδή ήταν ο ίδιος αυτός που μετέτρεψε το Γκρόσνυ σε ερείπια την δεκαετία του 1990, όταν ο ρωσικός στρατός κατέπνιξε ανελέητα την απόπειρα της Τσετσενίας να αποχωρήσει από την Ρωσική Ομοσπονδία.

Η «συμπεριφορά τύπου 19ου αιώνα» δεν είναι παρά ο ίδιος ο κώδικας συμπεριφοράς του ιμπεριαλισμού. Εκείνη την περίοδο της ιστορίας του καπιταλισμού οι ανερχόμενες δυνάμεις δημιούργησαν αχανείς αυτοκρατορίες εισβάλοντας σε ολόκληρες περιοχές του κόσμου που περιέβαλαν τις καπιταλιστικές χώρες προς αναζήτηση αγορών, πρώτων υλών και φθηνής εργατικής δύναμης. Οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές διοικήθηκαν ως αποικίες από τις δυνάμεις των κατακτητών και η φρενήρης προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να λεηλατήσουν και να αναδιανείμουν αυτές τις αγορές αποτέλεσε μείζονα λόγο για την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία, κατά την άποψή μας, είχε από όλους τους μαρξιστές την πιο σαφή αντίληψη για την καταγωγή και την φύση του ιμπεριαλισμού, υπογράμμισε την σημασία αυτής της μετάβασης από τον «ιμπεριαλισμό τύπου 19ου αιώνα» στον ιμπεριαλισμό του 20ού αιώνα.

«Με την υψηλή ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών και τον ολοένα και πιο έντονο ανταγωνισμό τους για την απόκτηση μη-καπιταλιστικών περιοχών, ο ιμπεριαλισμός μεγαλώνει μέσα στην ασυδοσία και την βία, τόσο όσον αφορά την επιθετικότητα που επιδεικνύει έναντι του μη-καπιταλιστικού κόσμου όσο και στις ολοένα και πιο σοβαρές διαμάχες μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών χωρών. Όμως, όσο πιο βίαια, ανελέητα και ολοκληρωτικά ο ιμπεριαλισμός επιφέρει την παρακμή των μη-καπιταλιστικών πολιτισμών, τόσο πιο γοργά χάνει κάτω από τα πόδια του το έδαφος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ενώ ο ιμπεριαλισμός είναι η ιστορική μέθοδος παράτασης της σταδιοδρομίας του καπιταλισμού, αποτελεί επίσης και ένα σίγουρο μέσο που θα τον οδηγήσει γοργά στο τέλος του. Τούτο δεν σημαίνει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη πρέπει αναγκαστικά να οδηγηθεί στα άκρα, αλλά υποδηλώνει απλώς την τάση του ιμπεριαλισμού να λαμβάνει μορφές που καθιστούν την τελική φάση του καπιταλισμού περίοδο καταστροφής».1

Αυτά τα λόγια γράφτηκαν ένα ή δύο χρόνια πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα εξακολουθούμε να ζούμε σε αυτήν την «περίοδο καταστροφής»· μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, γνώρισε δύο παγκοσμίους πολέμους, φονικότατους πολέμους δια αντιπροσώπων (οι οποίοι συχνά διεξήχθησαν εν ονόματι της αποαποικιοποίησης) κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ενώ χαώδεις συρράξεις λαμβάνουν χώρα σε ολόκληρη την υδρόγειο μετά την κατάρρευση των παλαιού διπολικού συστήματος.

Σε αυτές τις συγκρούσεις η μορφή του ιμπεριαλισμού μπορεί να έχει μεν αλλάξει. Έτσι, η κατοχή αποικιών, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση της Βρετανίας και της Γαλλίας, κατέστη τελικά δείγμα αυτοκρατορικής παρακμής παρά ισχύος, ενώ η ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα, οι ΗΠΑ, υποσκέλισε τις παλιές αυτοκρατορίες χρησιμοποιώντας τους τεράστιους οικονομικούς της πόρους προκειμένου να διεκδικήσει ευρύτατες περιοχές του πλανήτη. Όμως, ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποχρεωθεί κατ’ επανάληψη να υποστηρίξουν την οικονομική τους επιρροή με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, συμπεριλαμβανόμενης και της εισβολής σε άλλες χώρες, από την Κορέα έως την Γρενάδα και από το Βιετνάμ έως Ιράκ. Όσον αφορά δε τον κύριο αντίπαλό τους κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, την ΕΣΣΔ, η οποία ήταν κατά πολύ πιο αδύναμη οικονομικά, ο ωμός στρατιωτικός έλεγχος ήταν ο μόνος τρόπος για την διατήρηση της συνοχής του στρατοπέδου της, όπως το διαπιστώσαμε με την εισβολή στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Παρ’ όλο δε που η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πια, η Ρωσία του Πούτιν δεν στηρίζεται λιγότερο στην στρατιωτική δύναμη για την υπεράσπιση των συμφερόντων της.

Εν ολίγοις, ο ιμπεριαλισμός, μακράν του να αποτελεί φαινόμενο του 19ου αιώνα, εξακολουθεί να κυβερνά τον κόσμο. Όπως έγραψε δε η Λούξεμπουργκ από την φυλακή στην οποία την έκλεισαν για την αντίθεσή της στο μακελειό του 1914:

«Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι δημιούργημα κανενός κράτους και καμίας ομάδας κρατών· είναι το προϊόν του ιδιαίτερου σταδίου ωρίμανσης της παγκόσμιας ανάπτυξης του κεφαλαίου και αποτελεί εγγενές στοιχείο της διεθνούς κατάστασης ως ένα αδιαχώριστο όλο, το οποίο αναγνωρίζεται μόνο στο σύνολο των σχέσεών του και από το οποίο καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη κατά βούληση».

_ Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η μπροσούρα του Γιούνιους (1915)2

Με άλλα λόγια, σήμερα όλες οι χώρες είναι ιμπεριαλιστικές, από την μεγαλύτερη μέχρι την μικρότερη· όλες ωθούνται από τα στενά περιθώρια της καπιταλιστικής συσσώρευσης στο να επεκταθούν εις βάρος των αντιπάλων τους, να χρησιμοποιήσουν τον πόλεμο, το μακελειό και την τρομοκρατία για να υπερασπίσουν τα δικά τους οικονομικά και διπλωματικά συμφέροντα. Όσο για τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό, αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο «παρά ο μανδύας που καλύπτει τις ιμπεριαλιστικές ορέξεις, μια πολεμική ιαχή εν μέσω ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, το τελευταίο ιδεολογικό μέσο δια του οποίοι οι μάζες μπορούν να πεισθούν να παίξουν τον ρόλο του κρέατος για τα κανόνια του ιμπεριαλιστικού πολέμου».3

Η Λούξεμπουργκ, όπως ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Πάνεκουκ, ο Ροσμέρ4 κ.ά. ήταν διεθνίστρια. Δεν έβλεπε την κοινωνία από την σκοπιά της «χώρας της» αλλά από την σκοπιά της «τάξης της», της εργατικής τάξης, η οποία είναι η μόνη αληθινά διεθνής τάξη, επειδή σε όλες τις χώρες υφίσταται την εκμετάλλευση και την καταπίεση του καπιταλισμού. Γνώριζε ότι ο εθνικισμός είναι πάντοτε ένας τρόπος για την απόκρυψη του πραγματικού γεγονότος ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι χωρισμένη σε τάξεις, εκ των οποίων η μία κατέχει την εθνική οικονομία και ελέγχει το εθνικό κράτος, ενώ η άλλη δεν διαθέτει τίποτα παρά μονάχα την ικανότητά της για εργασία. Στο παρελθόν, όταν ο καπιταλισμός ήταν ένα βήμα μπροστά από την παλιά φεουδαλική κοινωνία, το ιδεώδες της εθνικής απελευθέρωσης μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της προοδευτικής αστικής επανάστασης, αλλά στην περίοδο της παρακμής του καπιταλισμού τίποτε θετικό δεν απομένει για τον εθνικισμό, του οποίου ο ρόλος είναι να προσελκύει στον πόλεμο τους εκμεταλλευομένους στην υπηρεσία των εκμεταλλευτών τους.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι διεθνιστές, το 1914, υποστήριξαν την συνέχιση και την ένταξη του ταξικού αγώνα εναντίον της «δικιάς τους» άρχουσας τάξης, την αλληλεγγύη με τους εργάτες των άλλων χωρών που αγωνίζονται εναντίον των «δικών τους» κρατούντων με σκοπό την τελική συνένωση των εργατών ολόκληρου του κόσμου σε και την πραγματοποίηση μιας επανάστασης εναντίον της καπιταλιστικής κυριαρχίας όπου γης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κράτησαν την ίδια θέση και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στους πολέμους δια αντιπροσώπων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ και γι’ αυτό παίρνουμε την ίδια θέση και σήμερα εναντίον όλων των τωρινών πολέμων. Δεν συντασσόμαστε με το «μικρότερο κακό» εναντίον του «Νο. 1 εχθρού» και δεν υποστηρίζουμε τις «μικρές χώρες» έναντι των ισχυροτέρων χωρών. Ούτε διατεινόμαστε ότι υπάρχει ένας «εθνικισμός των καταπιεσμένων», ο οποίος είναι ηθικώς ανώτερος από τον «εθνικισμό των καταπιεστών». Όλες οι μορφές εθνικισμού σήμερα είναι εξίσου αντιδραστικές και εξίσου φονικές.

Στην σημερινή σύγκρουση που διεξάγεται στην Ουκρανία δεν υποστηρίζουμε την «ανεξαρτησία» της χώρας, η οποία υποστηρίζεται από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ούτε υποστηρίζουμε τον ρωσικό μιλιταρισμό, ο οποίος αντιτίθεται στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή επιρροή στην νότιο πλευρά του. Δεν ήμαστε επίσης ούτε «ουδέτεροι» ούτε ειρηνιστές. Είμαστε υπέρμαχοι της ταξικής πάλης σε όλες τις χώρες, ακόμη κι όταν, όπως στην Ουκρανία και την Ρωσία σήμερα, η ταξική πάλη πνίγεται μέσα στην μάχη μεταξύ αντιμαχομένων μερίδων της άρχουσας τάξης.

Καθώς τοποθετούμαστε εναντίον όλων αντιμαχομένων εθνικών πλευρών που διχάζουν τους εργάτες στην Ουκρανία και την Ρωσία, εναντίον της απειλής της πατριωτικής μέθης που τους παρασύρει σε μια τρομερή σφαγή, εμείς, οι διεθνιστές, δεν έχουμε κανέναν λόγο να παρεκκλίνουμε από τα παλιά συνθήματα του εργατικού κινήματος: Η εργατική τάξη δεν έχει πατρίδα! Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!


Οι ευχαριστίες μας για τη μετάφραση στους συντρόφους του https://engymo.wordpress.com/

1 Rosa Luxembourg, The Accumulation of Capital («Η συσσώρευση του κεφαλαίου») κεφάλαιο 31 (η μετάφραση είναι δική μας). (Σ.τ.Μ.)

βλ.https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/accumulation-capital/ch31.htm

2 Rosa Luxembourg, The Junius Pamphlet, (η μετάφραση είναι δική μας). (Σ.τ.Μ.)

Βλ. https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm

3 Rosa Luxembourg, ό.π. (Σ.τ.Μ.)

4 Αλφρέντ Ροσμέρ (Alfred Rosmer, 1885-1964): Γόνος γαλλικής εργατικής οικογένειας η οποία μετανάστευσε στην Αμερική μετά την Παρισινή Κομμούνα. Εντάχθηκε από νωρίς στο σοσιαλιστικό κίνημα στην αρχή ως αναρχικός και, στην συνέχεια, ως επαναστάτης συνδικαλιστής· συνεργάστηκε με τον Πιέρ Μονάτ στην εφημερίδα La Vie Ouvrière. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε ένθερμος διεθνιστής και εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Λέοντα Τρότσκι. Ο Ροσμέρ υπήρξε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF), συμμετείχε στην ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς και εξελέγη στην Εκτελεστική της Επιτροπή κατά το Δεύτερο Συνέδριό της. Διεγράφη από το PCF λόγω της αντίθεσής του στον σταλινισμό και εντάχθηκε στην τροτσκιστική Αριστερή Αντιπολίτευση, παίζοντας προεξάρχοντα ρόλο στην Γαλλία. Εξαιτίας της κρίσης της τροτσκιστικής κίνησης στην Γαλλία αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική δράση, αλλά παρέμεινε υποστηρικτής του Λέοντα Τρότσκι. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέπτυξε φιλολογική δράση, παραμένοντας πολιτικοποιημένος και αντιτάχθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας. (Σ.τ.Μ.)