Το Μανιφέστο του 9. Συνεδρίου του Διεθνούς Κομμουνιστικού Ρεύματος

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις διακινδυνεύσεις μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε στην ιστορία μια δραματικότερη και αποφασιστικότερη κατάσταση όπως σήμερα. Ποτέ άλλοτε δεν βρέθηκε μια κοινωνική τάξη μπροστά σε συγκρίσιμες ευθύνες όπως αυτές τις εργατικής τάξης. „Ο κομμουνισμός πέθανε“, „Εργάτες, μάταια ελπίζετε ότι μπορείτε να ανατρέψετε τον καπιταλισμό, αυτό το σύστημα έριξε οριστικά τον θανάσιμο εχθρό του!“ Αυτές είναι οι φωνές που ακούμε από τους κυρίαρχους από τότε που κατάρρευσε το ανατολικό μπλοκ. Έτσι μας σέρβιραν το μεγαλύτερο ψέμα της ιστορίας, την ταυτοποίηση του κομμουνισμού με τον σταλινισμό, δηλαδή μία από τις πιο βάρβαρες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, σε μια χρονική στιγμή όπου αυτός ο σταλινισμός διαλύεται μέσα στη βρωμιά και στο χάος. Για την κυρίαρχη τάξη σε όλες τις χώρες είναι σημαντικό να πείσουν τους δικούς τους εκμεταλλευόμενους, ότι „είναι μάταιο να αγωνίζονται για να αλλάξουν τον κόσμο. Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’αυτά που έχουμε, διότι δεν υπάρχει κάτι άλλο. Και φυλαχτείτε, εάν ανατραπεί ο καπιταλισμός, η επόμενη κοινωνία θα είναι ακόμα χειρότερη“. Η αδόξαστη συνθηκολόγηση του σταλινισμού στις αρχές του 1989, η κατάρρευση του δικού του κατεχόμενου μπλοκ, μας τα παρίσταναν ως „μεγάλες νίκες της δημοκρατίας και της ειρήνης“. Αυτές θα οδηγούσαν σε μια «καινούργια διεθνή τάξη» που θα έφερναν ευημερία και ειρήνη και μαζί μ’αυτά επιτέλους τον σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόλις μετά απ’αυτές τις ομιλίες δημιούργησαν τα μεγάλα κράτη, τα οποία μαλώνουν «πολιτισμένα», το 1990 μια τεράστια βαρβαρότητα στη Μέση Ανατολή, όπου εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν από βόμβες και το Ιράκ κατάντησε γεμάτο συντρίμμια και πτώματα. Έτσι έπρεπε ο πληθυσμός αυτής της χώρας με έναν τρομερό τρόπο να καταπιεί αυτή την «τιμωρία» που θα άξιζε κανονικά στους εκμεταλλευτές και τους καταπιεστές της. „Αλλά τώρα όλα πέρασαν“, μας διαβεβαιώνουν οι κυρίαρχοι με το χέρι στην καρδιά. Ισχυρίζονται ότι „αυτός ο πόλεμος ήταν απαραίτητος“, για να μην υπάρξουν και άλλοι πόλεμοι. Με το να φροντίζουμε για την αναγνώριση του «Διεθνούς Δικαίου» μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν αλληλέγγυο κόσμο, όπου συγκρούσεις μπορούν να λυθούν μ’έναν ήρεμο τρόπο υπό την ηγεσία της «Διεθνούς Κοινότητας» και των «Ηνωμένων Εθνών». Ως συνέπεια αυτών των ανατροπών και απέναντι σ’αυτό το κύμα γεμάτο βαρβαρότητες και ψέματα, η παγκόσμια εργατική τάξη έχει μείνει σαν παράλυτη. Έχει κερδίσει επιτέλους τον αγώνα η κυρίαρχη τάξη; Το κατάφερε να ξεπεράσει όλες τις αντιφάσεις, οι οποίες προσέλαβαν το σύστημα της από την αρχή και ιδίως την τελευταία δεκαετία; Έχουν αποτρέψει το φάντασμα της κομμουνιστικής επανάστασης, το οποίο τρομάζει εδώ και πάνω από έναν αιώνα τους κυρίαρχους; Αυτό πάντως θέλει να μεταδώσει στους εκμεταλλευόμενους. Αλλά να μην κοροϊδευόμαστε. Ο κόσμος και οι συνθήκες που μας προσφέρουν και πρέπει να προστατέψουμε δεν καλυτερεύουν, αλλά χειροτερεύουν όλο και πιο πολύ. Και η εργατική τάξη από την πλευρά της δεν είπε ακόμα την τελευταία λέξη. Ακόμη και αν φιμωθεί προσωρινά θα κατέχει μελλοντικά τη δύναμη να απομακρύνει τον καπιταλισμό από τον κόσμο και την βαρβαρότητα που δημιουργεί. Η μάχη της εργατικής τάξης είναι περισσότερο από ποτέ η μοναδική ελπίδα για την ανθρωπότητα για να απελευθερωθεί από τα δεσμά του καπιταλισμού, της μιζέριας, των πολέμων και όλης της αθλιότητας από τα οποία υπέφεραν έως τώρα. Αυτό πρέπει να πούν οι επαναστάτες στην τάξη τους. Και αυτό θέλει να εκφράσει το υπάρχων μανιφέστο. Απέναντι στις απαίσιες εκστρατείες της αστικής προπαγάνδας, οι επαναστάτες έχουν το καθήκον να αποκαταστήσουν την αλήθεια και να υπενθυμίσουν στους εργάτες το τί ήταν πραγματικά η κομμουνιστική επανάσταση και τί θα είναι. Αυτή την κατηγορούν σήμερα για το ότι είναι υπεύθυνη για το κακό από το οποίο υποφέρουν οι άνθρωποι. Ιδίως έχει το καθήκον να απογυμνώσει τα σφοδρά ψέματα που αυτά τα πολιτεύματα τα θεωρούν «κομμουνιστικά», τα οποία κυριαρχούσαν επί αιώνες ένα ολόκληρο μέρος της γης. Πρέπει να αποδείξουν ότι αυτά τα καθεστώτα δεν ήταν το αποτέλεσμα ούτε ένα εκφυλισμένο απομεινάρι της προλεταριακής επανάστασης, αλλά ήταν μόνο ο νεκροθάφτης της. Ο σταλινισμός δεν είναι το αποτέλεσμα της επανάστασης, αλλά η προσωποποίηση της αντεπανάστασης στην αρχή αυτού του αιώνα˙ κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το προλεταριάτο μπήκε σε γιγαντιαίες μάχες που σχεδόν θα ανέτρεπαν τον καπιταλισμό. Το 1917 η εργατική τάξη έριξε την αστική εξουσία στη Ρωσία. Ανάμεσα στο 1918 και το 1923 εισήλθε στη Γερμανία, την πιο σημαντική ευρωπαϊκή χώρα, και εναντιώθηκε αρκετές φορές στο κράτος, ώστε να φτάσει στον ίδιο στόχο. Αυτό το επαναστατικό κύμα είχε επιδράσεις και σε άλλα μέρη της γής, δηλαδή όπου υπήρχε μια αναπτυγμένη εργατική τάξη˙ από Ιταλία μέχρι τον Καναδά, από Ουγγαρία μέχρι την Κίνα. Αυτή ήταν η αντίδραση της παγκόσμιας εργατικής τάξης πάνω στον ερχομό του καπιταλισμού στη φάση παρακμής του και του οποίου η μεγάλη έκφραση ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτές οι μάχες ήταν μια αισθητή απόδειξη για όλες αυτές τις προβλέψεις που κάνανε οι επαναστάτες στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: είχε έρθει η ώρα για την εργατική τάξη, όπως ανακοίνωσε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» 1948, να εκτελέσει την απόφαση της ιστορίας ενάντια στον καπιταλισμό, ενάντια σ’ένα σύστημα παραγωγής, που δεν ήταν πια σε θέση να προσφέρει κάποια πρόοδο στην ανθρωπότητα.

Η ήττα της εργατικής τάξης και η καπιταλιστική αντεπανάσταση αλλά και η παγκόσμια αστική τάξη κατάφερε να αντιμετωπίσει το τεράστιο κίνημα της εργατικής τάξης που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Ξεπέρασε τον φόβο που προκλήθηκε μέσα από την πιθανότητα προς την εξαφάνισή της και αντέδρασε σαν ένα κλονισμένο αρπακτικό ζώο, το οποίο πέταξε τις δυνάμεις του στη μάχη. Συγχρόνως δεν έκανε πίσω από τον τρόμο σε κανένα κακούργημα. Στο άψε σβήσε άφησαν παράμερα τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που τους δίχαζαν προτύτερα τέσσερα πολεμικά χρόνια, για να ενεργήσουν μαζί ενάντια στην επανάσταση. Μέσω πονηριάς και καταστολής, μέσα από ψέματα και μακελειό νίκησε τις επαναστατικές εργατικές μάζες. Έβαλε έναν απομονωμένο κρίκο γύρω από την επαναστατική Ρωσία ιδρύοντας έναν αποκλεισμό που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους σε ασιτία. Αργότερα έριξε το φταίξιμο γι’αυτή την ασιτία στο ίδιο επαναστατικό κίνημα. Μέσω της σταθερής εφαρμογής ανθρώπων και όπλων, από τον Λευκό Στρατό μέχρι τον έκπτωτο τσάρο ξεδιπλώθηκε ένας τρομακτικός εμφύλιος πόλεμος που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στο θάνατο και κατέστρεψε τελείως την οικονομία. Μετά από τόσες καταστροφές, απομονωμένη λόγω της αποτυχίας της παγκόσμιας επανάστασης, αποδυναμωμένη από τις μάχες και την πείνα, δεν κατάφερε η εργατική τάξη στη Ρωσία να κρατήσει την εξουσία στα χέρια της που πήρε τον Οκτώβρη το 1917, αν και αντεπιτέθηκε και νίκησε τον στρατό της αντεπανάστασης. Ακόμη λιγότερο ήταν σε θέση να «χτίσει τον σοσιαλισμό». Αφού είχε ηττηθεί στις άλλες χώρες, ιδίως στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, έπρεπε να νικηθεί αναπόφευκτα και στη Ρωσία. Η παγκόσμια νίκη της αντεπανάστασης εκφράστηκε και στη Ρωσία. Όχι ,όμως, με το να καταστραφόταν εκεί το κράτος που προέκυψε μετά την επανάσταση, αλλά μέσα από την παρακμή αυτού του κράτους. Δεν μπορούσε να απελευθερωθεί η Ρωσία από τον καπιταλισμό, διότι η αστική τάξη μπορούσε να διατηρήσει παγκοσμίως την εξουσία της. Το καθεστώς αυτού του κράτους έβαλε μια καινούργια μορφή της αστικής τάξης, της οποίας το καθήκον ήταν να εκμεταλλευτεί την εργατική τάξη και να υπηρετεί τα συμφέροντα του εθνικού κεφαλαίου. Αφού βρισκόταν στην κορυφή της επανάστασης το 1917, μπήκε και το μπολσεβίκικο κόμμα σ’αυτή την παρακμή όταν ταυτιζόταν όλο και περσισσότερο με το κράτος. Οι καλύτεροι μαχητές της επανάστασης απομακρύνθηκαν σιγά σιγά από τους υπεύθυνους πόστους, αποκλείστηκαν, απελάθηκαν στο εξωτερικό, εξορίστηκαν, μπήκαν στη φυλακή και τελικά πυροβολήθηκαν από ένα σωρό ανερχόμενους, καριερίστες και γραφειοκράτες, οι οποίοι βρήκαν στον Στάλιν τον καλύτερο αναπληρωτή τους. Δεν νοιάστηκαν για την υπεράσπιση των ενδιαφερόντων της εργατικής τάξης, αλλα αντιθέτως για την ανάπτυξη μιας διδακτορίας μέσω ανειλικρινείας και καταστολής, ώστε να προστατευτεί και να σταθεροποιηθεί η καινούργια μορφή του καπιταλισμού, που ιδρύθηκε στη Ρωσία. Τα άλλα κόμματα της Διεθνούς, τα «Κομμουνιστικά Κόμματα», πήραν τον ίδιο δρόμο. Η αποτυχία της παγκόσμιας επανάστασης και η σύγχυση που στη συνέχεια εμφανίστηκε στους εργάτες, ευνόησαν την εξέλιξη του οπορτουνισμού σ’αυτά τα κόμματα, δηλαδή προωθήθηκε μια πολιτική , η οποία θυσίασε τις επαναστατικές αρχές και τις ιστορικές προοπτικές της εργατικής τάξης για την αυταπάτη άμεσων «επιτυχιών». Αυτή η εξέλιξη των κομμουνιστικών κομμάτων άνοιξε τον δρόμο για ανθρώπους που σκέφτονται πιο πολύ την καριέρα τους στα γρανάζια της αστικής κοινωνίας, στο κοινοβούλιο ή στη διοίκηση, παρά την μάχη και τα ενδιαφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτά τα κόμματα είχαν προσβληθεί από την ασθένεια του οπορτουνισμού και βρέθηκαν υπό τον έλεγχο του γραφειοκράτη και επιπλέον εκτέθηκαν στην πίεση του ρωσικού κράτους που έφερε αυτούς τους γραφειοκράτες σε καθοδηγητική θέση με ψέματα και φοβερίσματα. Και αφού τα κόμματα, τα οποία έδιωξαν τα πιο έμπιστα μέλη από την επαναστατική μάχη, πρόδωσαν την εργατική τάξη και προσχώρησαν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Σαν το μπολσεβίκικο κόμμα που κατεχόταν από τον σταλινισμό, γίνανε άνθρωποι της πρωτοπορίας της αντεπανάστασης στις εκάστοτε χώρες, όπου και δρούσαν. Και αυτό τον ρόλο μπορούσαν να τον εκπληρώσουν πολύ καλά, διότι παρουσιάστηκαν ως κόμματα της κομμουνιστικής επανάστασης, ως κληρονόμοι της οκτωβριανής επανάστασης. Όπως ο Στάλιν επικλήθηκε το κύρος του Λένιν για την εξασφάλιση της εξουσίας του στο μπολσεβίκικο κόμμα που έπεφτε όλο και πιο πολύ και για την καταπολέμηση των μελών του, οι οποίοι ήταν οι πιο έμπιστοι και οι πιο αφοσιωμένοι σε θέματα που αφορούσαν το προλεταριάτο, βασίστηκαν τα σταλινιστικά κόμματα στο κύρος με σκοπό ένα αποτελεσματικότερο σαμποτάζ των εργατικών μαχών, που απόλαυσε η ρωσική επανάσταση του 1917 και οι μπολσεβίκοι με τους εργάτες όλου του κόσμου. Η ταυτοποίηση του σταλινισμού με τον κομμουνισμό, η οποία μας παρουσιάζεται πάλι σήμερα, είναι σίγουρα το μεγαλύτερο ψέμα της ιστορίας. Στην πραγματικότητα ο σταλινισμός είναι ο χειρότερος εχθρός του κομμουνισμού, είναι η ίδια η απόρριψή του. Ο κομμουνισμός μπορεί να είναι μόνο διεθνιστικός, ενώ ο σταλινισμός σημαίνει η νίκη του σοβινισμού. Έτσι, η κομμουνιστική θεωρία είχε από την αρχή τον διεθνισμό και τη διεθνή αλληλεγγύη όλων των εργατών του κόσμου ως ανώτατη αρχή: «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε», ήταν η πολεμική κραυγή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου που συντάχθηκε από τον Μάρξ και τον Ένγκελς, τους δυο βασικούς ιδρυτές αυτής της θεωρίας. Αυτό το μανιφέστο τόνισε ότι οι «εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Και εάν ο διεθνισμός είχε πάντα μια τέτοια έννοια για το εργατικό κίνημα δεν οφείλεται σε ουτοπικές αντιλήψεις μερικών μη σωστών προφητών, αλλά επειδή η επανάσταση του προλεταριάτου μπορεί να λάβει χώρα μόνο διεθνώς και είναι η μόνη που μπορεί να καταργήσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση και κάθε είδους εκμετάλλευση του ανθρώπου μέσω του ανθρώπου. Με έμφαση είχε τονιστεί ήδη αυτό το 1847: „Η κομμουνιστική επανάσταση δεν θα είναι γι’αυτό μόνο μια εθνική, θα είναι σε όλες τις πολιτισμένες χώρες…και θα κυλάει ομαλά…Επίσης θα έχει έναν σημαντικό αντίκτυπο στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου και θα αλλάξει τον μέχρι τώρα παρόμοιο τρόπο εξέλιξης και θα τον επιταχύνει πολύ. Είναι μια γενική επανάσταση και γι’αυτό θα έχει και ενα γενικό χώρο“. (Ένγκελς, Αρχές του Κομμουνισμού, στα έργα του Μάρξ/ Ένγκελς, τόμος 4, σ. 374). Την ίδια αρχή υπερασπίστηκαν οργισμένα οι μπολσεβίκοι κατά τη διάρκεια της επανάστασης στη Ρωσία: „Η ρωσική επανάσταση είναι μόνο μία από τις ομάδες του διεθνούς σοσιαλιστικού στρατού και από τις δράσεις τις εξαρτάται η επιτυχία και ο θρίαμβος από την ανατροπή, την οποία εκτελούμε. Αυτό το γεγονός δεν ξεχνιέται από κανέναν από εμάς…Το ρωσικό προλεταριάτο έχει επίγνωση για το ότι θα στέκεται μόνο του στην επανάσταση και διακρίνει σαφώς ότι η ενωμένη δράση των εργατών όλου του κόσμου ή μερικών αναπτυγμένων χωρών από καπιταλιστική άποψη είναι η απαραίτητη και βασική προϋπόθεση της νίκης του“(Λένιν, 23 Ιουλίου 1918, έργα τόμος 27, σ. 547). Γι’αυτό η θέση του Στάλιν ήταν «ανάπτυξη του σοσιαλισμού σε μία χώρα», την οποία διέδωσε το 1925 μετά το θάνατο του Λένιν, τίποτε άλλο παρά μια αισχρή προδοσία στις βασικές αρχές του εργατικού κινήματος. Αντί για τον διεθνισμό, για τον οποίο οι μπολσεβίκοι και όλοι οι επαναστάτες πολέμησαν ιδίως κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που σταμάτησε μόνο και μόνο από την αντίσταση των εργατών στη Ρωσία και στη Γερμανία, εμφανίστηκαν ο Στάλιν και οι συνεργοί του ως χειρότεροι υπερασπιστές του εθνικισμού. Στη Ρωσία με πρόσχημα της υπεράσπισης της «σοσιαλιστικής πατρίδας» ανανεώθηκαν ξανά οι παλιές σοβινιστικές εκστρατείες, οι οποίες μερικά χρόνια πριν εξυπηρέτησαν το Λευκό Στρατό στη μάχη του κατά της προλεταριακής επανάστασης. Και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παινευόταν ο Στάλιν με τη συμμετοχή της χώρας του σε αυτή την ιμπεριαλιστική σφαγή, όπου πέθαναν 20 εκατομμύρια άνθρωποι για την «νίκη της πατρίδας». Στις άλλες χώρες τα σταλινιστικά κόμματα ανέμειξαν τους εθνικούς ύμνους με ήχους από τη Διεθνή που ήταν το τραγούδι της εργατικής τάξης παγκοσμίως. Η κόκκινη σημαία που ήταν πάνω από έναν αιώνα το φλάμπουρο των εργατικών μαχών μετατράπηκε σ’ένα εθνικιστικό βρόμικο πανί, το οποίο επέδειξαν οι μπάτσοι και ο στρατός στο μακελειό των εργατών. Στην εθνικιστική υστερία που ξέσπασε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις χώρες που ήταν κατεχόμενες από τη Γερμανία ήρθαν τα σταλινιστικά κόμματα με περηφάνια στην πρώτη θέση. Οι ίδιοι δεν ήθελαν να αναθέσουν σε κανέναν τη δουλειά να σκοτώσουν όλους εκείνους που προσπάθησαν ως «προδότες της πατρίδας» να υψώσουν τη διεθνιστική τους φωνή. Εθνικισμός ή Διεθνισμός, έτσι απέδειξαν εκ νέου, αν και δεν ήταν απαραίτητο, ότι ο σταλινισμός δεν είχε καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο κομμουνισμός σημαίνει η κατάργηση της εκμετάλλευσης με τη βοήθεια της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο σταλινισμός σημαίνει η δικτατορία πάνω στην εργατική τάξη για να διατηρηθεί η εκμετάλλευσή της. Ο κομμουνισμός μπορεί να δημιουργηθεί μόνο εάν η εργατική τάξη εξασκήσει τη δικτατορία της, δηλαδή μέσω της εξουσίας των μισθωτών πάνω στην κοινωνία. Αυτή η εξουσία εξασκείται μέσω του Εργατικού Συμβουλίου, δηλαδή με τις ανεξάρτητες γενικές συνελέυσεις των εργατών που πρέπει να πάρουν τις ουσιαστικές αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο εξέλιξης της κοινωνίας και να ελέγχουν διαρκώς αυτούς, τους οποίους εξέλεξαν ως απεσταλμένους για τα καθήκοντα της συγκέντρωσης και του συντονισμού. Αυτές οι αρχές εισήχθησαν το 1917 από τους Σοβιετικούς (όπως ονομάζονται τα Εργατικά Συμβούλια στα ρώσικα). Ο σταλινισμός απέρριψε όλες αυτές τις αρχές. Ο σταλινισμός δεν υποστήριξε τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά τη δικτατορία πάνω από το προλεταριάτο μέσω μιας μικρής μειοψηφίας γραφειοκρατών, η οποία βασίστηκε πάνω στην πιο απαίσια τρομοκρατία, στην αστυνομία, στις καταδόσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσεις και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Αυτή η μικρή μειοψηφία γραφειοκρατών δεν έκανε καν πισώ από τον τρόμο στο μακελειό των εργατών, οι οποίοι τόλμησαν να ξεσηκωθούν εναντίον του σταλινισμού όπως στην Ουγγαρία το 1956 και στην Πολωνία το 1970 και 1981. Τελικά ο κομμουνισμός παριστάνει την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου μέσω του ανθρώπου, το τέλος της διάσπασης της κοινωνίας μεταξύ μιας προνομιούχας και εκμεταλλευόμενης τάξης, της οποίας η εργασία χρησιμεύει πάνω απ’όλα στο να εμπλουτιστεί η πρώτη. Στα σταλινιστικά καθεστώτα είχε συνεχιστεί η εκμετάλλευση των εργατών. Η δουλειά τους, ο ιδρώτας τους και οι θυσίες τους εξυπηρέτησαν μόνο τις διακεκριμένες θέσεις του κομματικού και κρατικού μηχανισμού για να απολαύσουν τα προνόμια τους, να ζουν σε πολυτελή διαμερίσματα, καθώς οι εργατικές οικογένειες ζούσαν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα. Ενώ οι υψηλά ιστάμενοι περιποιήθηκαν τους εαυτούς τους σε ειδικά καταστήματα όπου δεν τους έλειψε τίποτα, τα μαγαζιά για τους μισθωτούς ήταν άδεια και οι εργάτες έπρεπε να στέκονται στην ουρά επί ώρες για ένα ελάχιστο, μισό σάπιο κομματάκι κρέας. Στην κομμουνιστική κοινωνία η παραγωγή προσανατολίζεται στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Στις «μεταβατικές χώρες προς τον κομμουνισμό» που προσποιείται να είναι η Ε.Σ.Σ.Δ και άλλες χώρες ή ακόμη περισσότερο σε επίσημες καπιταλιστικές χώρες, επενδύουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής στον εξοπλισμό, δηλαδή τα εξαιρετικά εξελιγμένα και τρομερά καταστροφικά μέσα. Τελικά βλέπουμε ότι τα καθεστώτα που κυβέρνησαν εν ονόματι του κομμουνισμού, του σοσιαλισμού ή της εργατικής τάξης σ’ένα μικρό μέρος του κόσμου, κουβαλάνε μέσα τους όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, απλούστατα, επειδή αυτά ήταν τελείως καπιταλιστικά καθεστώτα. Σχετικά μ’αυτό είναι ασήμαντο ότι πρόκειται για ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτες μορφές του καπιταλισμού ή ότι η «ιδιωτική αστική τάξη», όπως την γνωρίζουν στις δυτικές χώρες, αντικαταστάθηκε από μια κρατική αστική τάξη. Επίσης απέκτησε η παγκόσμια ενεργή τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό γελοιογραφικές και ανώμαλες μορφές που επιπλέον παρέσυρε όλο το καπιταλιστικό σύστημα σε όλες τις χώρες από τη στιγμή που μπήκε στη παρακμιακή φάση.

Οι «δημοκρατίες» - συνεργοί του σταλινισμού: Επειδή το καθεστώς που κατέκτησε την εξουσία μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Ρωσία ήταν μια ειδική παραλλαγή του καπιταλισμού και ούτε καν η κορυφή της αντεπανάστασης, βρήκε την υποστήριξη απ’όλους τους αστούς, οι οποίοι χρόνια πριν καταπολέμησαν με μεγάλη σφοδρότητα την εξουσία των εργατικών συμβουλίων. Το 1934 υποδέχτηκαν οι ίδιοι οι καπιταλιστές την Ε.Σ.Σ.Δ στην Κοινωνία των Εθνών (προδρομική οργάνωση της Ο.Η.Ε) που χαρακτηρίστηκε από τους επαναστάτες ως συμμορία κακοποιών όπως στον Λένιν στην ίδρυσή του. Αυτό ήταν η ένδειξη ότι ο Στάλιν έγινε «αποδεκτός» στα μάτια της κυρίαρχης τάξης όλων των χωρών. Ήταν οι ίδιοι καπιταλιστές που ζωγράφισαν το 1917 μια εικόνα των μπολσεβίκων ως «βάρβαροι με μαχαίρια ανάμεσα στα δόντια». Οι ιμπεριαλιστές είδαν τον Στάλιν σαν δικό τους άτομο. Από τότε και μετά όλη η παγκόσμια αστική τάξη καταδίωκε τους επαναστάτες, οι οποίοι προέβαλαν την σταλινιστική αντίσταση. Έτσι έγινε ο Τρότσκι [2], ένας από τους κύριους ηγέτες της επανάστασης το 1917, ένας από τους κυνηγημένους σε όλο τον κόσμο. Το 1928 απελάθηκε από την Ε.Σ.Σ.Δ και αργότερα και από άλλες χώρες, έπειτα τον είχαν οι αρχές υπό αστυνομική παρακολούθηση και εκτός αυτού έγινε στόχος σφοδρών συκοφαντικών εκστρατειών που προωθήθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έτσι προσήγαγε ο Στάλιν στις «Δίκες της Μόσχας», που οργάνωσε από το 1936 ο ίδιος, τους παλιούς οπαδούς του Λένιν, οι οποίοι είχαν γλιτώσει από το βασανιστήριο και κατηγορούσαν τους εαυτούς τους που διέπραξαν άσχημα εγκλήματα και απαιτούσαν παραδειγματικές ποινές. Και η διεθνής αστική τάξη ισχυρίστηκε με θρασύτητα ότι «δεν υπάρχει καπνός δίχως φωτιά». Με την υποστήριξη της αστικής τάξης όλων των χωρών μπορούσε ο Στάλιν να διαπράξει τα τρομακτικά του εγκλήματα σκοτώνοντας εκατομμύρια κομμουνιστές στις φυλακές και στα στρατόπεδα που ήταν συνολικά πάνω από 10 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες. Και με ζήλο βοήθησαν τα «δημοκρατικά» μέρη της αστικής κοινωνίας τον Στάλιν, ιδίως η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή οι ίδιοι που σήμερα κατηγορούν δυναμικά τα σταλινιστικά εγκλήματα και παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως ενάρετους. Η συνεργία των «δημοκρατιών» απέναντι στις πράξεις του σταλινισμού που θέλουν να κουκουλώσουν σήμερα, δεν είναι τα μοναδικά εγκλήματα που κάνανε. Η αστική δημοκρατία είναι πράγματι ειδικός στις θηριωδίες όπως και οι άλλες μορφές των καπιταλιστικών καθεστώτων, του σταλινισμού και του φασισμού.

Η δημοκρατία είναι η υποκριτική μάσκα της αιματηρής κυριαρχίας της αστικής κοινωνίας. Οι επαναστάτες ανέκαθεν είχαν ξεσκεπάσει τις αναλήθειες της δημοκρατίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Αυτό το πολίτευμα, στο οποίο η εξουσία ανήκει επίσημα στον «λαό» δήθεν σ’όλους τους πολίτες, ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά ένα όργανο εξουσίας εκ μέρους των κυρίαρχων απέναντι στις τάξεις που εκμεταλλεύτηκαν. Από την αρχή η αστική δημοκρατία εκτέλεσε την άχαρη δουλειά της. Έτσι διατήρησε η μεγάλη αμερικανική δημοκρατία του Washington, Jefferson και Σία την σκλαβιά μέχρι το 1864, η οποία παρουσιάζεται και ως αρχέτυπη. Όταν αποφάσισαν για την κατάργηση της, διότι η εκμετάλλευση των εργατών τους σύμφερε πιο πολύ απ’ότι η εργασία των σκλάβων, υπήρχε μια άλλη παραδειγματική δημοκρατία, η Αγγλία που υποστήριξε τα κράτη του νότου της Αμερικής εναντίον του βορρά, γιατί ήθελαν να διατηρήσουν αυτή την σκλαβιά. Κατά τη διάρκεια του ίδιου χρονικού διαστήματος τιμήθηκε η άλλη μεγάλη αναπληρώτρια της αστικής δημοκρατίας με την καταστολή της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 και επικλήθηκε την κληρονομιά της επανάστασης του 1789 όπως επίσης και την «Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Σ’αυτό το μακελειό πέθαναν μέσα σε μια εβδομάδα περισσότερο από δέκα χιλιάδες εργάτες. Αλλά αυτά τα εγκλήματα της δημοκρατίας είναι μόνο μικροπράγματα, εάν τα συγκρίνουμε με τις πράξεις του 20ου αιώνα.

Τα εγκλήματα της αστικής δημοκρατίας στον 20ο αιώνα: Οι απόλυτες «δημοκρατικές» κυβερνήσεις ήταν με την επίμονη υποστήριξη των περισσότερων «σοσιαλιστικών» κομμάτων οι κύριοι υποστηρικτές για την συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι ίδιες κυβερνήσεις κατέστειλαν αιματηρά το επαναστατικό κύμα των μαχών με την υποστήριξη και πολύ πιθανόν με άμεση κυβερνητική ηγεσία των «σοσιαλιστών», οι οποίοι έφεραν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την πρόφαση να σταματηθεί μια απόπειρα δραπέτευσης εκτελέστηκαν τον Ιανουάριο το 1919 στο Βερολίνο ο Καρλ Λίμπκνεχτ μ’έναν πυροβολισμό στον αυχένα και η Ρόζα Λούξεμπουργκ μ’ένα χτύπημα από πιστόνι από στρατιώτες με διαταγή του Νόσκε. Ταυτόχρονα σκότωσε η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση χιλιάδες εργάτες με τη βοήθεια 16.000 πολυβόλων που είχε θέσει γρήγορα στη διάθεση της Γερμανίας η νικηφόρα Γαλλία. Οι ίδιες «δημοκρατίες», ιδίως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υποστήριξαν από το 1918 χωρίς όρους τα στρατεύματα του τσάρου, δηλαδή ένα καθεστώς που ήταν τότε ένα από τα πιο βίαια και οπισθοδρομικά στη μάχη εναντίον του επαναστατικού προλεταριάτου στη Ρωσία. Και στην περίοδο ανάμεσα των δυο Παγκοσμίων Πολέμων ξεκίνησε η ενάρετη «δημοκρατία» με επίσης πολλά εγκλήματα. Μεταξύ άλλων αυξήθηκε σημαντικά το μακελειό στις αποικίες και το πρότυπο χώρας, η Αγγλία, ξεκίνησε το 1925 ένα σωρό κτηνωδίες για τις οποίες κατηγορήθηκε αργότερα «ο δήμιος της Βαγδάτης», ο Σαντάμ Χουσεΐν με την εφαρμογή τοξικών αερίων εναντίον του κουρδικού πληθυσμού. Αλλά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που δήθεν διεξάχθηκε ως μια εκστρατεία κατά της δικτατορίας και της τρομακτικής εξουσίας των Ναζί, η δημοκρατία έδειξε εκ νέου το πραγματικό της πρόσωπο. Η προπαγάνδα των «συμμάχων» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εστίασε ακούραστα το ενδιαφέρον στα «εγκλήματα του πολέμου» εκ μέρους των Γερμανών. Αυτό ήταν βέβαια ένα εύκολο παιχνιδάκι: Με μια αστυνομική δικτατορία και στρατόπεδα συγκέντρωσης που έκαναν τη τιμή στον σταλινισμό, παρουσίασαν οι Ναζί με τον σταλινισμό το αποκορύφωμα της βαρβαρότητας, το οποίο δημιούργησε ο παρακμιακός καπιταλισμός. Αφού εφαρμόστηκε με «δημοκρατικό» τρόπο και κοινοβουλευτικά «εξασφαλισμένα» από την ίδια γερμανική αστική τάξη – την οποία η σοσιαλδημοκρατία έφερε δέκα χρόνια πριν στην εξουσία για την καταστολή της εργατικής επανάστασης – παρίστανε ο εθνικισμός με το ολοκαύτωμα 6 εκατομμυρίων Εβραίων το σύμβολο της τρομακτικής κυριαρχίας, την οποία μπορεί να εξασκήσει η κυρίαρχη τάξη σε περίπτωση που νιώθει απειλή. Οι συμμετέχοντες στα εγκλήματα των Ναζί δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη και μερικοί πυροβολήθηκαν. Αλλά δεν υπήρχαν δίκες εναντίον του Τσώρτσιλ, Ρούζβελτ ή Τρούμαν, καθώς και εναντίον των ενόπλων δυνάμεων των συμμάχων, οι οποίοι ήταν μεταξύ άλλων υπεύθυνοι για τον συστηματικό βομβαρδισμό των γερμανικών πόλεων, ιδίως των εργατικών συνοικιών σ’αυτές τις πόλεις, όπου περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πολίτες πέθαναν. Επειδή πρόκειται για τους συμμάχους δεν υπήρξε δίκη εναντίον αυτών που διέταξαν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης για τις 13. Και 14 Φεβρουαρίου, όπου μέσα σε λίγες ώρες πέθαναν περίπου 200.000 άνθρωποι σε μια θάλασσα από φλόγες, ανεξαρτήτως αν αυτή η πόλη είχε θεωρηθεί στρατιωτικά κατακτημένη και αν παρέμεναν εκατοντάδες πρόσφυγες και τραυματίες εκεί. Και η μεγάλη αμερικανική δημοκρατία χρησιμοποίησε για πρώτη και μόνη φορά εώς τώρα τον Αύγουστο το 1945 την ατομική βόμβα εναντίον των ιαπωνικών πόλεων Χιροσίμα και Ναγκασάκι με αποτέλεσμα να θρηνούν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο για 75.000 και 40.000 νεκρούς – και φυσικά πιο πολύ για τις τρομακτικές συνέπειες. Αυτοί οι ίδιοι δημοκράτες, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ ήξεραν πολύ καλά για την εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς. Αλλά δεν κινήθηκαν καθόλου για τη διάσωσή τους, αν και το αρνήθηκαν κατηγορηματικά να διαπραγματευτούν με τη γερμανική κυβέρνηση και τους συμμάχους τους για τις προτάσεις σχετικά με την απελευθέρωση εκατοντάδων Εβραίων. Και αυτοί οι «ουμανιστές» υπερασπίστηκαν τη στάση τους με μεγάλο κυνισμό: Για να οργανωθεί η μεταφορά και η υποδοχή όλων αυτών των Εβραίων, θα αποδυνάμωνε και θα εξασθένιζε τις πολεμικές προσπάθειες.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η «δημοκρατία» συνέχισε τα εγκλήματά τις: Αφού οι σύμμαχοι τα έψαλλαν σε όλους περί ελευθερίας και αερολογούσαν για θέματα διεθνούς και ανθρωπίνου δικαίου που τα έφεραν σε αντίρρηση με τη βαρβαρότητα των Ναζί, δεν δίσταζαν καθόλου να εφαρμόσουν τις ίδιες μεθόδους για τις οποίες κατηγορούσαν τους Ναζί. Για παράδειγμα οι κατηγορούμενοι από τη Δίκη της Νυερμβέργης δεν ήταν οι μόνοι που εξάσκησαν σκληρή καταπίεση εναντίον του άμαχου πληθυσμού, αλλά ήταν καθημερινά γεγονότα στους αποικιακούς και μεταποικιακούς πολέμους που κάνανε οι διάφορες «δημοκρατικές» χώρες, όπως οι ΗΠΑ που παρουσίαζε την ιδέα του «ελεύθερου κόσμου» ή η Γαλλία που είναι η «πατρίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Την ημέρα της συνθηκολόγησης της χιτλερικής Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945, η γαλλική κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχαν οι χριστιανικοί δημοκράτες, οι «σοσιαλιστές» και οι «κομμουνιστές», διέταξαν τον βομβαρδισμό των αλγερινών πόλεων Σετίφ και Constantine , όπου ένα μέρος του πληθυσμού πήραν κατά λέξη τις ομιλίες της κυβέρνησης περί «εθνικής απελευθέρωσης» Το αποτέλεσμα: πάνω από 20.000 νεκροί! Δυο χρόνια μετά η γαλλική κυβέρνηση επανέλαβε αυτό το μακελειό στη Μαδαγασκάρη, αυτή τη φορά με πάνω από 80.000 νεκρούς. Και ότι αφορά το βασανιστήριο από την Γκεστάπο, καταλογίζονται οι ένοπλες δυνάμεις στη Χιλή και Αργεντινή σχετικά με τους «εξαφανισμένους» και έτσι διατηρούσαν οι γαλλικές αρχές με μεγάλη εντατικότητα τις ίδιες μεθόδους στην Ινδοκίνα και Αλγερία, ώστε πολλοί αστυνομικοί και αξιωματικοί αηδίασαν απ’αυτό και παραιτήθηκαν τελικά από την υπηρεσία. Δεν ξεχνιούνται, επίσης, οι απαίσιες σφαγές του αμερικανικού στρατού στο Βιετνάμ: καμμένα χωριά με τη χρήση του ναπάλμ, γεωργοί που πυροβολήθηκαν από ΓΦ (MG) πυρόβολα από ελικόπτερα, η εξόντωση του πληθυσμού του χωριού My Lai, γυναίκες, γέροι και παιδιά κλειδώθηκαν… αυτά ήταν τα ηρωικά κατορθώματα από τους μάστορες της «δημοκρατίας». Σε τελική ανάλυση δε διαφέρει η δημοκρατία στην ουσία της από τα άλλα πολιτεύματα. Δεν έχει κάτι το διαφορετικό από τα άλλα καθεστώτα όταν πρόκειται να καταπιεστούν οι εκμεταλλευόμενοι, να εξοντωθεί ένας πληθυσμός, να βασανιστεί η αντιπολίτευση και να πούν ψέματα σ’αυτούς που κυβερνούνται. Αλλά ειδικά σ’αυτό το πεδίο αποδεικνύεται ότι υπερέχει από τις ανοιχτές «δικτατορίες». Καθώς ο φασισμός και ο σταλινισμός δουλεύουν και κυβερνούν με συστηματικό τρόπο βασισμένοι σε ψέματα, η δημοκρατία προχωρεί ακόμη πιο πολύ: Διαπράττει ακριβώς τα ίδια εγκλήματα όπως οι πριν αναφερόμενοι˙ λέει ψέματα όπως εκείνοι με τεράστια διάσταση, αν και ισχυρίζεται ότι κάνει το αντίθετο. Μαζί μ’αυτό παριστάνει ότι είναι το πρότυπο της αρετής, της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Η δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φύλλο συκιάς που κρύβει την άσπλαχνη και αιματηρή δικτατορία των πολιτών. Γι’αυτό αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την εργατική τάξη. Και γι’αυτό δεν θα πρέπει να τυφλωθεί η εργατική τάξη από τις καμπάνιες για το ότι δήθεν «η δημοκρατία νίκησε τον κομμουνισμό». Επίσης πρέπει να αποδοκιμάσουν τα ψέματα για το ότι θα υπάρχει μια καινούργια «διεθνή τάξη» που θα φέρει ειρήνη και ευημερία.

Περισσότερο από ποτέ είναι η από τον πόλεμο διαμορφωμένη βαρβαρότητα η μόνη «προοπτική» που μπορεί να προσφέρει ο καπιταλισμός στην ανθρωπότητα. Ο πόλεμος μεταξύ του Ιράκ και του «συνασπισμού», η οποία διευθυνόταν από τις ΗΠΑ, μας απέδειξε εκ νέου τί αξία έχουν όλες οι ομιλίες περί δημοκρατίας. Εκ νέου είδαμε τα έργα των «πολιτισμένων» χωρών: Εκατοντάδες νεκροί στο Ιράκ, η χρήση θανατηφόρων και βάρβαρων όπλων όπως οι θερμοβαρικές και εμπρηστικές βόμβες, οι οποίες πνίγουν τα θύματά τους και είναι ακόμα πιο «αποτελεσματικές» από τη χρήση τοξικού αερίου του Σαντάμ Χουσεΐν. Είδαμε πώς αυτές οι «δημοκρατικές και εξελιγμένες χώρες» προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό ασιτία και επιδημίες στους επιζώντες, όταν κατέστρεψαν πολιτικούς στόχους όπως σιλό σιταριού, βιομηχανίες τροφίμων, υδραγωγεία και νοσοκομεία. Μετά έπρεπε να μάθουμε εκ των υστέρων ότι οι φημισμένες εικόνες του «τίμιου πολέμου», οι οποίες μεταδόθηκαν επί εβδομάδες από τα υποταγμένα μέσα, κάλυπταν την πραγματικότητα ενός πολέμου που ήταν εξίσου «βρόμικος» όπως όλοι οι υπόλοιποι: θαμμένοι ζωντανοί, βομβαρδισμοί που στην μία από τις τέσσερις περιπτώσεις αστόχευσαν, αλλά εξάσκησαν ένα πραγματικό μακελειό στον πληθυσμό, η δολοφονία σε 800 άτομα σ’ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο στη Βαγδάτη, το μακελειό σε στρατιώτες που προσπάθησαν να δραπετεύσουν όπως και πολίτες, όπως στην οδό του Κουβέιτ για τη Βασόρα την τελευταία ημέρα του πολέμου. Είδαμε επίσης πόσο κυνική μπορεί να είναι η «δημοκρατική» αστική τάξη όταν άφησε τον δήμιο Σαδάμ να επιτεθεί στον κουρδικό πληθυσμό που είχε ενθαρυνθεί νωρίτερα από τα δυτικά κράτη για να μαζευτούν γύρω από τις εθνικιστικές κλίκες. Και ήταν σε θέση αργότερα να δείξουν τέτοιον κυνισμό όταν τελείωσε το μακελειό να οργανώσουν τη λεγόμενη «φιλανθρωπική βοήθεια». Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο απέδειξε επίσης τον όλο ψεύτικο χαρακτήρα των «δημοκρατικών κυβερνήσεων» για την «ελευθερία τύπου και πληροφόρησης». Κατά τη διάρκεια του πολέμου παρουσιάστηκε όλη η «αλήθεια», δηλαδή αυτή που άφησε να περάσει οι ΗΠΑ˙ μόνο συγκεκριμένες εικόνες δημοσιεύτηκαν: αυτές που επέτρεψαν οι ένοπλες δυνάμεις. Η δήθεν «ελευθερία τύπου» απέδειξε τι είναι πραγματικά: μια υποκριτική διακόσμηση. Και αφού είχαν γίνει οι πρώτοι βομβαρδισμοί υποτάχθηκε η ελευθερία τύπου σε όλα τα μέσα στις κυβερνητικές εντολές. Η δημοκρατία, όμως, έπρεπε να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο, δηλαδή ότι είναι ένα μέσο της δικτατορίας της κυρίαρχης τάξης απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Απ’όλα αυτά τα ψέματα από τα οποία είχαμε «βομβαρδιστεί» ανήκει το ψέμα που παριστάνει αυτή τη σφαγή ως «πόλεμο για την ειρήνη» με στόχο την «ανάπτυξη μιας καινούργιας ειρηνικής και ανθισμένης διεθνούς τάξης». Αυτό είναι ένα από τα πιο σιχαμένα και τετριμμένα πολιτικά ψέματα. Κάθε φορά που ο παρακμιακός καπιταλισμός εξασκούσε μια καινούργια ιμπεριαλιστική σφαγή ακούγαμε από τους κυρίαρχους τις ίδιες περιττολογίες. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν με 20 εκατομμύρια νεκρούς ο τελευταίος πόλεμος˙ 20 χρόνια μετά ο πόλεμος ήταν ακόμα πιο καταστρεπτικός: 50 εκατομμύρια νεκροί. Οι νικητές αυτού του πολέμου παρίσταναν αυτό τον πόλεμο ως «οριστική νίκη του πολιτισμού». Αλλά οι πόλεμοι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άφησαν πίσω εξίσου πολλούς νεκρούς – και οι συνδεδεμένες καταστροφές δεν συνυπολογίστηκαν όπως η ασιτία και οι επιδημίες. Η εργατική τάξη δεν πρέπει να πέσει σ’αυτή την παγίδα: Στον καπιταλισμό δεν μπορεί να καταργηθεί ο πόλεμος. Δεν πρόκειται για μια «καλή» ή «κακή» πολιτική των κυβερνήσεων και επίσης δεν εξαρτάται από τη «σοφία» ή την «παραφροσύνη» των κυβερνητών. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποκολληθεί πιά από το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διάφορα μέρη του κεφαλαίου. Η οριστική οικονομική αποτυχία του συστήματος οδηγεί σε αυξανόμενες αντιπαλότητες ανάμεσα στα διάφορα μέρη. Ο εμπορικός πόλεμος, στον οποίο μπήκαν οι διάφορες χώρες, μπορεί να καταλήξει μόνο σ’έναν ένοπλο πόλεμο. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε: Οι οικονομικές αιτίες των δυο πολέμων δεν εξαφανίστηκαν. Το αντίθετο συμβαίνει: Ποτέ άλλοτε δε βρισκόταν η καπιταλιστική οικονομία σ’ένα τέτοιο αδιέξοδο. Αυτή η αδιέξοδος σημαίνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα ανήκει σε μια στοίβα από παλιοσίδερα της ιστορίας, ότι πρέπει να ανατραπεί όπως και οι υπόλοιπες κοινωνίες που είχαν προηγηθεί απ’αυτό: η κοινωνία από σκλάβους και ο φεουδαρχισμός. Η επιβίωση αυτού του συστήματος είναι ένας ολοκληρωτικός παραλογισμός για την ανθρωπότητα, ένας παραλογισμός που είναι τόσο μεγάλος όσο και ο ίδιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος που χρησιμοποιεί τον πλούτο της επιστήμης και της ανθρώπινης εργασίας όχι για να ωφελήσει τον άνθρωπο, αλλά αντιθέτως για να καταστρέψει αυτό τον πλούτο με το οποίο συσσωρεύονται οι καταστροφές και οι σωροί από πτώματα. Και κανένας να μη μας πουλά το ψέμα ότι η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας σημαίνει ότι το τέλος της διάσπασης του κόσμου σε δυο εχθρικά αντιμέτωπα μπλοκ θα σήμαινε και το τέλος των πολέμων. Ένας καινούργιος Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου δυο υπερδυνάμεις θα ερχόντουσαν αντιμέτωποι με τους εκάστοτε συμμάχους τους, δεν είναι αυτή τη στιγμή στο πρόγραμμα. Αλλά το τέλος των μπλοκ δεν ξεκαθάρισε τις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση υπάρχει ακόμα. Πιο πολύ εξαφανίστηκε η πειθαρχία που επέβαλαν οι υπερδυνάμεις στα απ’αυτούς εξαρτημένα κράτη. Και επειδή οι αντιφάσεις ανάμεσα στα έθνη μπορούν να επιδεινωθούν λόγω της όξυνσης της παγκόσμιας κρίσης, η καινούργια προοπτική σίγουρα δεν είναι αυτή μιας «καινούργιας διεθνούς τάξης», αλλά μιας «διεθνούς αταξίας», ενός όλο και πιο καταστροφικότερου χάους.

Το μέλλον του καπιταλισμού: όλο και περισσότερη πολεμική βαρβαρότητα. Η ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής διάθεσης όλων των χωρών, μεγάλες ή μικρές, το σύνθημα «ο καθένας για τον εαυτό του» εκ μέρους των κυρίαρχων, οι οποίοι προσπαθούν με όλα τα μέσα, ιδίως στρατιωτικά, να υπερασπιστούν τα ενδιαφέροντά τους εις βάρος άλλων για να αποσπάσουν πάλι το μικρότερο μερίδιο αγοράς, αλλά και το μικρότερο έδαφος, τη μικρότερη ζώνη επιρροής – αυτό θέτουν σήμερα στην ημερίσια τάξη. Το μέλλον που έχει να προσφέρει ο καπιταλισμός στην ανθρωπότητα είναι, πράγματι, το μεγαλύτερο χάος στην ιστορία. Και αν θέλει η παγκόσμια δύναμη να παίξει σήμερα το «ρόλο του αστυνομικού» για να προστατέψει αυτή την «τάξη», τότε μπορεί μόνο να προκαλέσει πιο πολύ αταξία και μια αιματηρή βαρβαρότητα, όπως το έκανε και στην Εγγύ Ανατολή στις αρχές του 1991 με τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο. Η σταυροφορία τις ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ είχε παρασταθεί ως μια μάχη για το «δίκαιο», το «διεθνή νόμο» και τη «παγκόσμια τάξη». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εκτέλεση ποινής που έδωσε τη δυνατότητα στο πιο δυνατό γκάγκστερ –τις ΗΠΑ- να χρησιμοποιήσουν το δίκαιο, να σκοτώνουν εις βάρος άλλων γκάγκστερ –όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν- και να επιβάλλουν το δικό τους νόμο, αυτό του ισχυρού. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι κλασικοί γκάγκστερ σκοτώνονται μεταξύ τους σε μικρή κλίμακα, ενώ οι κυβερνήτες σκοτώνουν κυρίως τον πληθυσμό, ο οποίος κυριαρχείται από τους εχθρούς τους και ότι όλο αυτό συμβαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ότι αφορά τη «διεθνή τάξη» μπορούμε να δούμε εδώ και από τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το πώς «προστατεύτηκε». Στην Εγγύ Ανατολή ο πόλεμος προκάλεσε μια καινούργια «αταξία» όπως την επανάσταση των σιιτών και των κούρδων. Οι δραστηριότητές τους απειλούν την σταθερότητα της όλης περιοχής, του Ιράν, της Τουρκίας, της Συρίας και του νότου της Ε.Σ.Σ.Δ. Και μόνο μ’ένα μακελειό πάνω στον πληθυσμό μπορούσε να αποδυναμωθεί αυτή η απειλή εκεί. Στα άλλα μέρη της γης το χάος απλά αυξήθηκε όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην αφρικανική ήπειρο, η οποία βυθίζεται στην αιματοχυσία των εθνικών συγκρούσεων και των σφαγών εκτός της ασιτίας και των επιδημιών. Και αυτό το χάος δεν σταματά στην Ευρώπη, διότι η Γιουγκοσλαβία διαλύεται με αιματηρές συγκρούσεις και η φουσκωμένη Ε.Σ.Σ.Δ. υποβάλλεται σε θανάσιμους σπασμούς. Ένα πραξικόπημα όπως στη Μπανανία, η απόσπαση των περισσότερων δημοκρατιών, η έκρηξη του εθνικισμού, όλα αυτά οδηγούν σε συγκρούσεις όπως στη Γιουγκοσλαβία σε ηπειρωτικό επίπεδο. Εν τούτις, προστίθενται δέκα χιλιάδες πυρηνικά όπλα, στα οποία υπάρχει ο κίνδυνος να πέσουν στα χέρια των πιο ανεύθυνων της αστικής τάξης ούτε καν στους τοπικούς μαφιόζους. Στην ουσία οι διάφορες εξουσίες του πρώην δυτικού μπλοκ ξεκινάνε από μόνες τους να διαλύονται. Έτσι με τη συνεργία έριξε η αυστριακή στην γερμανική αστική τάξη λάδι στη φωτιά στη Γιουγκοσλαβία υποστηρίζοντας τα σλοβενικά και κροατικά κινήματα ανεξαρτησίας, ενώ οι άλλες δυτικές αστικές τάξεις προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τη διατήρηση της γιουγκοσλαβικής ένωσης. Ανάμεσα στους συμμάχους του χθες, δηλαδή μεταξύ αυτών, οι οποίοι με τη κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και επίσης με τη στρατιωτική τους δύναμη δεν έχουν άλλο την ανάγκη να ενωθούν, οι ιμπεριαλιστικές αντιπαλότητες, το ξελίγωμα για την μικρότερη ζώνη επιρροής είτε οικονομικά είτε πολιτικά ή στρατιωτικά θα οδηγήσουν σε ακόμα πιο σφοδρούς καβγάδες. Γι’αυτό ήθελαν τελικά οι ΗΠΑ να προσθέσουν στο Ιράκ τέτοιες μεγάλες καταστροφές. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτή η χώρα στόχος των ΗΠΑ. Η επίδειξη της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης, η οποία δεν έχει καμία σχέση μ’αυτή του νικημένου, η προσφορά των υψηλά αναπτυγμένων και εξοντωτικών όπλων, όλα αυτά δεν απευθυνόντουσαν μόνο στο Ιράκ ή σε δευτερεύουσες χώρες. Ήταν κάτι άλλο, πέρα απ’αυτό. Διότι οι ΗΠΑ έστρεψαν βασικά το «μήνυμά» τους στους «συμμάχους» τους, τους οποίους έσυραν μαζί στον πόλεμο (όπως π.χ. τη Γαλλία, Ιταλία ή Ισπανία) ή τους ανάγκασαν να αναλαμβάνουν τα έξοδά τους (όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία). Όλοι εκείνοι ήταν προειδοποιημένοι, οι οποίοι ενοχλούν και ανατρέπουν τη «διεθνή τάξη» και που θέλουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον τωρινό συσχετισμό των δυνάμεων, δηλαδή που σκέπτονται στο κάτω-κάτω να προκαλέσουν την κυριαρχία της πρώτης παγκόσμιας δύναμης. Πίσω απ’αυτές τις μεγάλες ομιλίες περί «διεθνούς τάξης», «ειρήνης» και «συνεργασίας» ανάμεσα στα έθνη, υπάρχουν αντιπαραθέσεις, όπου ο καθένας μάχεται για τον εαυτό του, οι ιμπεριαλιστικές αντιπαλότητες οξύνονται και όπου όλοι κάνουν πόλεμο μεταξύ τους. Και αυτό φυσικά ανταποκρίνεται, ιδίως, στον οικονομικό πόλεμο, αλλά και όλο και πιο πολύ στον ένοπλο πόλεμο. Και απέναντι στο ήδη υπάρχον αιματηρό χάος που θα αυξηθεί ακόμα πιο πολύ, η προσπάθεια της διατήρησης της «διεθνούς τάξης» θα οδηγήσει σε μια όλο και συχνότερη και πιο βίαιη εφαρμογή στρατιωτικής εξουσίας, στην ανάπτυξη σφαγών μέσω των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδίως μέσω του λαμπρού παραδείγματος της «δημοκρατίας», του διεθνούς αστυνομικού – τις ΗΠΑ. Τελικά, αποδεικνύει όλο αυτό το χάος που αναπτύσσεται σήμερα (η αύξηση πολεμικών συγκρούσεων, το βύθισμα ολόκληρων χωρών σε αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε εθνικότητες, οι βάρβαρες και παράλογες σφαγές), ότι ο κόσμος μπήκε σε μια καινούργια ιστορική περίοδο, η οποία παρασύρεται από όλο και πιο δυνατές ταραχές. Ιδίως, θέλει η «δημοκρατική» αστική τάξη να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η βίαιη κατάρρευση των σταλινιστικών καθεστώτων, που παραστάθηκαν απ’αυτήν ως «κομμουνιστικά», οφείλεται μόνο στην αδιέξοδο στην οποία βρίσκονται αυτά τα καθεστώτα και ότι πρόκειται για την οριστική αποτυχία της οικονομίας. Πάλι ένα ψέμα! Ισχύει ότι η σταλινιστική μορφή του κρατικού καπιταλισμού ήταν ιδιαίτερα ανώμαλη, εύθραυστη και φρικτή εξοπλισμένη απέναντι στην οικονομική κρίση. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάλυση ενός ολόκληρου ιμπεριαλιστικού μπλοκ μέσα σε λίγες εβδομάδες το φθινόπωρο 1989 και τώρα η γρήγορη κατάρρευση του πρώην ηγέτη του μπλοκ της Ε.Σ.Σ.Δ., η οποία ήταν ακόμη πριν δυο χρόνια η δεύτερη στρατιωτική δύναμη του κόσμου, δεν δείχνει όλα αυτά εκτός από το βαθμό της σαπίλας των σταλινιστικών καθεστώτων, αλλά και προπάντων του όλου καπιταλιστικού συστήματος.

Η διάλυση: η τελευταία φάση της παρακμής του καπιταλισμού: Η παρακμή του καπιταλισμού όπως μαινόταν στην αρχή του αιώνα, αποδείχθηκε ήδη τώρα ως η πιο τραγική περίοδος της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσες σφαγές τέτοιας διάστασης όπως κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων Παγκοσμίων Πολέμων. Ποτέ άλλοτε δεν εφαρμόστηκε η πρόοδος της επιστήμης τόσο μαζικά για καταστροφές και σφαγές. Ποτέ άλλοτε δεν είχε προκαλέσει τέτοια συσσώρευση από πλούτη έναν τέτοιο σωρό από ασιτίες και βάσανα όπως σημειώνεται στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αλλά, μάλλον, η ανθρωπότητα δεν έχει περάσει το χειρότερο. Γιατί η παρακμή του καπιταλισμού σημαίνει και αγωνία θανάτου αυτού του συστήματος. Αυτή η αγωνία θανάτου έχει μια δική της ιστορία: Σήμερα μπήκαμε στη τελική φάση που είναι η γενική διάλυση της κοινωνίας και της σαπίλας της. Διότι εδώ , μάλιστα, έχουμε να κάνουμε με τη σαπίλα της κοινωνίας. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο καπιταλισμός είχε καταφέρει να φορτώσει τις πιο βάρβαρες και χειρότερες επιπτώσεις της παρακμής στις υπανάπτυκτες χώρες. Αλλά, σήμερα αναπτύσσονται αυτές οι εκφράσεις βαρβαρότητας στις υψηλά αναπτυγμένες χώρες, στο ίδιο το κέντρο. Έτσι, φάνηκαν οι παράλογες εθνικές συγκρούσεις να περιορίζονται επί δεκαετίες στις χώρες του Τρίτου Κόσμου όπως η Αφρική, Ινδία και η Εγγύς Ανατολή, όπου επίσης ο πληθυσμός σφαζόταν, επειδή δεν είχαν την ίδια θρησκεία ή δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα και επειδή συνέχιζαν να διατηρούν τις διάφορες εθνικές παραδόσεις. Τώρα, όμως, υπάρχουν τέτοιες παράλογες μάχες στη Γιουγκοσλαβία, μόνο λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα βιομηχανικά κέντρα της Βόρειας Ιταλίας και Αυστρίας. Και δεν πρέπει να ισχυριζόμαστε μόνο ότι αυτά τα εθνικιστικά κινήματα, όπως βλέπουμε πως αναπτύσσονται τώρα σ’αυτές τις χώρες ή στην παλιά ρωσική αυτοκρατορία, παριστάνουν μια «δίκαιη απαίτηση για ελευθερία» για τη «δημιουργία ενός προοδευτικού εθνικού κράτους», το οποίο θα ήταν απελευθερωμένο από τα δεσμά που προτύτερα εμπόδιζαν την εξέλιξή του. Τον τελευταίο αιώνα, είχαν συγκεκριμένα εθνικά κινήματα, πράγματι, αυτά τα προοδευτικά χαρακτηριστικά όταν άνοιγαν το δρόμο για τη δημιουργία βιώσιμων, εδαφικών ενοτήτων, οι οποίες έκαναν δυνατή την υπερνίκηση του διαμελισμού και των απομειναριών του φεουδαρχισμού. Αυτό ανταποκρινόταν, ιδίως, στα διάφορα κινήματα, τα οποία έκαναν δυνατό το σχηματισμό ενός εθνικού κράτους στη Γερμανία και στην Ιταλία. Από την αρχή του αιώνα, όμως, και από τότε που ο καπιταλισμός μπήκε στην περίοδο της παρακμής, οι μάχες για την «εθνική ανεξαρτησία» έχουν χάσει κάθε παλιότερο «προοδευτικό» χαρακτήρα. Εν τω μεταξύ, έχουν γίνει προπάντων τα πιόνια στο πεδίο μάχης των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Αν και καταπιάνονται τα κινήματα από την μια ή την άλλη εξουσία στα Βαλκάνια ή στην Κεντρική Ευρώπη, εμφανίζουν όλοι έναν πιο μεγάλο εξωφρενισμό. Τη στιγμή που εξελίχθηκαν σήμερα στην παγκόσμια οικονομία μια ποτέ μέχρι τώρα υπάρχουσα παγκόσμια σύνδεση, όπου οι κυρίαρχοι προσπαθούν μάταια στις αναπτυγμένες χώρες να δημιουργήσουν ένα μεγαλύτερο πλαίσιο από αυτό του έθνους –παραδείγματος χάρη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα- για να διοικούν την οικονομία τους, η κατάπτωση και η διάλυση των από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών σε μια σειρά από μικρά κράτη είναι ένας σκέτος παραλογισμός –ακόμα και από τη θέση των καπιταλιστών. Και η κατάσταση του πληθυσμού σ’αυτά τα μέρη του κόσμου δεν θα βελτιωθεί, αντιθέτως, θα επιδεινωθεί: αυξημένο οικονομικό χάος, υποδούλωση υπό σοβινιστικών και ξενόφοβων δημαγωγών, βίαιη διευθέτηση συγκρούσεων και πογκρόμ μεταξύ ομάδων του πληθυσμού, οι οποίες εώς τώρα ζούσαν μαζί ειρηνικά, και ιδίως μια τραγική διάσπαση μεταξύ δοαφόρων μερών της εργατικής τάξης. Θα υπάρξει πιο πολύ φτώχια, πιο πολύ καταπίεση, τρομοκρατία, καταστροφή της ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών απέναντι στους εκμεταλλευτές τους: Αυτό σημαίνει σήμερα εθνικισμός. Και η έκρηξη του σημερινού εθνικισμού είναι η απόδειξη για το ότι ο παρακμιακός καπιταλισμός έκανε ένα καινούργιο βήμα προς τη βαρβαρότητα και τη σαπίλα. Όμως η ανάπτυξη της εθνικιστικής υστερίας σε μερικά μέρη της Ευρώπης δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό αυτής της διάλυσης. Και οι αναπτυγμένες χώρες παρασύρονται, επίσης, από τη βαρβαρότητα, την οποία ο καπιταλισμός μπορούσε να είχε ρίξει πριν τις περισσότερες φορές στην περιφέρεια.

Η βαρβαρότητα φτάνει στο κέντρο του καπιταλισμού: Για να κάνει κανείς τους εργάτες των υψηλά αναπτυγμένων χωρών να πιστέψουν πως δεν υπάρχει αφορμή γι’αυτούς να ξεσηκωθούν, έδειξαν τα μέσα παλιά ρεπορτάζ από τις εξαθλιωμένες περιοχές της Μπογκοτά ή τη Μανίλα για την εγκληματικότητα και την παιδική πορνεία. Στην πλουσιότερη χώρα της γης, τις Η.Π.Α, πουλούν σήμερα δωδεκάχρονα το σώμα τους στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, στη Ουάσινγκτον ή αναιρούν για μερικά γραμμάρια κράκ. Ο αριθμός των αστέγων στις Η.Π.Α αυξήθηκε, επίσης, κατά εκατό χιλιάδες. Μερικά βήματα μακριά από τη Γουόλ Στριτ –το ναό του οικονομικού κόσμου- , κοιμούνται πολύ άνθρωποι πάνω σε κούτες στα πεζοδρόμια –όπως και στην Καλκούτα. Παλιά φαινόντουσαν η υπεξαίρεση και η απιστία απέναντι στο κράτος ως ιδιαιτερότητες των κυρίαρχων του «Τρίτου Κόσμου». Σήμερα, δεν περνά ούτε μήνας χωρίς σκάνδαλα που δείχνουν τη δωροληψία όλου του πολιτικού συστήματος των «υψηλά αναπτυγμένων» χωρών: στην Ιαπωνία συνέχεια παραιτήσεις από μέλη της κυβέρνησης με αποτέλεσμα να γίνει πλέον αδύνατο να βρείς έναν πολιτικό «ικανό να παρουσιάζεται» και «με καθαρό μέτωπο» που θα μπορούσε να αναλάβει ένα υπουργείο˙ συμμετοχή της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) στο εμπόριο ναρκωτικών, η μαφία διαπέρασε όλο το κρατικό μηχανισμό από πάνω μέχρι κάτω στην Ιταλία, Γάλλοι βουλευτές δώσανε αμνηστία στους εαυτούς τους για να αποφύγουν ποινές φυλάκισης λόγω των αισχρών πράξεών τους… Ακόμα και στην Ελβετία, όπου η καθαριότητα είχε γίνει θρύλος, ήταν ένας υπουργός εσωτερικών και δικαιοσύνης μπλεγμένοι σε υποθέσεις σχετικά με το ξέπλυμα χρημάτων σε εμπόριο ναρκωτικών. Η διαφθορά ήταν πάντα ένα κομμάτι της αστικής κοινωνίας, αλλά σήμερα έφθασε σε ένα μη γνωρισμένο επίπεδο˙ είναι τόσο επεκταμένη που πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι η παρακμή έφτασε σε μια καινούργια φάση της σαπίλας. Πράγματι, χωρίστηκε εντελώς ο κοινωνικός βίος, βυθισμένος στη βρομιά και στην απελπισία. Σε όλες τις ηπείρους μπορεί κανείς να μυρίσει το πώς ανεβαίνει η σήψη από τους πόρους της κοινωνίας. Οι λιμοί επεκτείνονται σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και θα παρουσιαστούν, επίσης, σύντομα στις χώρες, οι οποίες ήταν δήθεν «σοσιαλιστικές». Συγχρόνως, καταστρέφονται μαζικά γεωργικά αγαθά στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, και πληρώνουν κεφάλαια στους αγρότες για να καλλιεργήσουν και να θερίσουν λιγότερο. Τιμωρούνται, εάν παράγουν παραπάνω από το ποσοστό που τους επέβαλλαν. Στην Λατινική Αμερική, οι επιδημίες όπως η χολέρα σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους, αν και αυτή η μάστιγα είχε αποτραπεί πριν από καιρό. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να πέφτουν θύματα κατακλυσμών και σεισμών μέσα σε λίγες ώρες, αν και η κοινωνία είναι κανονικά σε θέση να χτίσει αναχώματα και αντισεισμικά σπίτια. Δεν πρέπει κανονικά να αναφερθούν οι δυσκολίες και οι «καταστροφές» της φύσης, όταν μια έκρηξη ενός πυρηνικού σταθμού όπως το Τσέρνομπιλ 1986 σκότωσε εκατοντάδες (κανονικά χιλιάδες) ανθρώπους και ακόμη περισσότερο να ακτινοβολεί ραδιενέργεια σε πολλές επαρχίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις υψηλά αναπτυγμένες χώρες συσσωρεύονται θανατηφόρα ατυχήματα: 60 νεκροί σ’ένα Παρισινό σταθμό, 100 νεκροί σε μια πυρκαγιά στο μετρό του Λονδίνου. Αυτό το σύστημα αποδείχθηκε ανίκανο στο να αντιμετωπίσει την καταστροφή της φύσης, την όξινη βροχή, τις μολύνσεις κάθε είδους και ιδίως να καταπολεμήσει την μέσω των πυρηνικών σταθμών, του φαινομένου του θερμοκηπίου αυξανόμενη καταστροφή˙ δηλαδή όλοι οι παράγοντες, οι οποίοι απειλούν την επιβίωση της ανθρωπότητας. Συγχρόνως, άρχισε μια τεράστια επιδείνωση του κοινωνικού βίου: Εκτός από την εγκληματικότητα και τη βία στις πόλεις που αυξάνονται παντού, η ναρκομανία στοιχίζει την ζωή πολλών ανθρώπων, ιδίως στις νέες γενιές. Όλο αυτό καθρεφτίζει την απελπισία, την απομόνωση και το διαμελισμό της κοινωνίας.

Ο καπιταλισμός στο αδιέξοδο μπορεί να οδηγήσει μόνο στην καταστροφή της ανθρωπότητας. Όταν η κοινωνία έχει καταφέρει να υπερνικήσει μια τέτοια φάση της σήψης, όταν η απελπισία, η διάθεση του «no future» έχει γίνει σ’αυτό το βαθμό το επικρατέστερο αίσθημα, τότε επειδή ο καπιταλισμός είναι ανίκανος σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ στο παρελθόν να προσφέρει στην ανθρωπότητα ακόμα και την πιο ελάχιστη προοπτική. Εδώ και πάνω από 20 χρόνια το σύστημα αυτό πλήττεται από μια οξυμένη και απέραστη οικονομική κρίση. Στις δεκαετίες του 30’ η οικονομική κρίση οδήγησε σε Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δεν ήταν «λύση» για την κρίση. Αλλά, επειδή η εργατική τάξη κατάπιε τη χειρότερη ήττα της ιστορίας και δεν έτσι δεν ήταν σε θέση να χαλάσει τα σχέδια των κυρίαρχων, μπορούσαν αυτοί να οργανώσουν και να επιστρατεύσουν όλη την κοινωνία, τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις όσον αφορά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά, σήμερα ο καπιταλισμός δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Όταν η οικονομική κρίση εμφανίστηκε πάλι στα τέλη της δεκαετίας του 60’, προκάλεσε μια άμεση αντίδραση της παγκόσμιας εργατικής τάξης: Απεργίες με περίπου 9 εκατομμύρια εργάτες το Μάιο 1968 στην Γαλλία, το κίνημα το Μάιο το 1969 στην Ιταλία, η εργατική εξέγερση της Κόρδοβας στην Αργεντινή τον ίδιο χρόνο, οι βαριές απεργίες των Πολωνών εργατών κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1970-71 και πολλές άλλες μεγάλες μάχες σε κάμποσες χώρες. Αυτό ήταν η απόδειξη ότι η εργατική τάξη είχε ξεπεράσει την αντεπανάσταση και ότι ήταν τώρα σε θέση πια μέσω των μαχών της και της άρνησής της να προσφέρει τα απαιτούμενα θύματα απ’αυτήν και να κλείσει το δρόμο προς έναν καινούργιο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διότι οι εργάτες, οι οποίοι αρνούνται θυσίες για την εθνική οικονομία, είναι ακόμα λιγότερο έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για το κεφάλαιο. Αλλά, καθώς η εργατική τάξη κατείχε τη δύναμη να αποτρέψει το ξέσπασμα ενός νέου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν κατείχε ακόμη τη δύναμη να επιβάλλει τη δική της προοπτική: αυτήν της κατάργησης του καπιταλισμού και της ανάπτυξης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Έτσι, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εξάπλωση των επιπτώσεων της παρακμής του καπιταλισμού. Σ’αυτό το προσωρινό μπλοκάρισμα του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης, η ιστορία δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή. Επι δυο αιώνες έπρεπε να υπομένει η κοινωνία την όξυνση και τη συσσώρευση των επιπτώσεων της παρακμής που προκλήθηκαν μέσω της κλιμάκωσης της οικονομικής κρίσης. Συγχρόνως, αποδείχθηκε η κυρίαρχη τάξη κάθε μέρα όλο και πιο ανίκανη να ξεπεράσει την κρίση αυτή. Το μόνο που μπορεί συνολικά να προσφέρει αυτή η τάξη στην κοινωνία είναι, από μια μέρα στην άλλη, χωρίς ελπίδα για επιτυχία, να αντισταθεί στην αναπότρεπτη κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επειδή δεν διαθέτει πια μια κοινωνική δύναμη κινητοποίησης –ακόμη κάτι τέτοιο αυτοκτονικό όπως ο Παγκόσμιος Πόλεμος δεν μπορούσε να προκληθεί απ’αυτήν- μπορεί να σαπίσει αμέσως η καπιταλιστική κοινωνία, ένα προχωρημένο επίπεδο της κοινωνικής διάλυσης, να προκαλέσει μια γενική απελπισία. Και αυτή η απελπισία μπορεί να αυξηθεί, διότι ο κόσμος φανερώνει κάθε μέρα περισσότερο, ότι μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν υπάρχει προοπτική πια για την ανθρωπότητα –εκτός φυσικά από μια αυξανόμενη βαρβαρότητα και στο τέλος της η καταστροφή και η εξάλειψη της ανθρωπότητας. Γι’αυτό δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις! Εάν συνεχιστεί να υπάρχει ο καπιταλισμός, εάν δεν ξεκαθαριστεί, θα καταστρέψει –αν δεν υπάρχει Παγκόσμιος Πόλεμος- την ανθρωπότητα με ένα σωρό τοπικούς πολέμους, επιδημίες, καταστροφή του περιβάλλοντος, ασιτίες και άλλες καταστροφές που παριστάνονται ως «φυσικές».

Η κομμουνιστική επανάσταση – η μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα: Προλετάριοι, οι δηλώσεις των επαναστατών από τον τελευταίο αιώνα δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο επίκαιρες όσο σήμερα. Τότε μιλούσαν για «Σοσιαλισμό ή Βαρβαρότητα». Εάν δεν υπάρχει προλεταριακή παγκόσμια επανάσταση, η βαρβαρότητα θα επεκταθεί παντού και θα απειλήσει την ίδια επιβίωση της ανθρωπότητας. Περισσότερο από ποτέ υπάρχει μόνο η ελπίδα, το μόνο δυνατό μέλλον στην κατάργηση αυτού του καπιταλιστικού συστήματος, με τη δομή καινούργιων κοινωνικών συνθηκών που είναι απαλλαγμένες από αντιθέσεις, οι οποίες τώρα πνίγουν την κοινωνία. Ο καπιταλισμός βυθίζεται σε μια απέραστη κρίση που είναι η πραγματική αιτία των τωρινών ταραχών. Αυξανόμενα πλήθη πέφτουν στη μιζέρια και στην ασιτία, γιατί δεν βρίσκει αγορές για τα προϊόντα του. Όλα αυτά συμβαίνουν όχι επειδή παράγει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά επειδή πουλά σε μια όπου έχει κέρδος. Αυτή η αγορά είναι σήμερα χορτασμένη˙ όχι επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων θα ήταν ικανοποιημένες, αλλά επειδή δεν διαθέτουν χρήματα για να αγοράσουν τα παραγόμενα αγαθά και επειδή ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να θέσει στη διάθεσή τους τέτοια μέσα –εκτός αν σκάβει το δικό του λάκο και απαρνηθεί ο ίδιος: Ένας καπιταλισμός που θα έδινε χρήματα στους αγοραστές του για να πουλήσει τα προϊόντα του, δεν θα ήταν καπιταλισμός πια. Και η πιστωτική πολιτική, η οποία διατηρείται εδώ και χρόνια, δεν αλλάζει κάτι εκεί. Με το να συσσωρεύεται ένα εκτενές βουνό από χρέη, συσσωρεύονται και οι αντιθέσεις και μάλιστα εκρηκτικά. Οι αστικές ιδεολογικές εκστρατείες τραγουδούν ύμνους στην αγορά σήμερα που θα μπορούσε δήθεν να λύσει όλα τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά αυτό είναι μια γιγαντιαία απάτη. Επειδή ο καπιταλισμός βασίζεται στην παραγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας και όχι στην αξία χρήσης, η οικονομία βουλιάζει στο βάλτο. Εάν τα σταλινιστικά καθεστώτα και η οικονομία τους απέτυχαν τόσο αξιοθρήνητα, τότε όχι επειδή θα καταργούσαν τον καπιταλισμό και την αγορά, αλλά επειδή προσπαθούσαν σε μεγάλο πεδίο να τα χειραγωγήσουν ώστε να κάνουν κόλπα. Τους νόμους της αγοράς δεν μπορούν, όμως, να τα θέσουν εκτός ισχύος. Ο μόνος δρόμος για την υπερνίκηση του καπιταλισμού δεν είναι να εισαχθεί «περισσότερος καπιταλισμός» ή «λιγότερος» ή μια μεταρρύθμιση αυτού του συστήματος. Όχι, αυτοί οι νόμοι που κυριαρχούν τον καπιταλισμό πρέπει να καταργηθούν και αυτό σημαίνει να απαρνηθεί ο καπιταλισμός ο ίδιος μια για πάντα.

Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να καταργήσει τον καπιταλισμό: Τέτοια ανατροπή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την εργατική τάξη. Είναι η μόνη στην κοινωνία που ενδιαφέρεται να ξεριζώσει τις ρίζες του καπιταλισμού, και πρωτίστως την παραγωγή εμπορευμάτων που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης αυτού του συστήματος. Ειδικά η αγορά, η κυριαρχία των εμπορευμάτων στην καπιταλιστική παραγωγή, είναι το θεμέλιο της εκμετάλλευσης. Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες από παραγωγούς όπως οι αγρότες ή οι τεχνήτες είναι το χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης, ότι δεν διαθέτουν παραγωγικά μέσα και είναι αναγκασμένη να πουλήσει την αποδοτικότητά της στους ιδιοκτήτες αυτών των παραγωγικών μέσων για την επιβίωσή της: σε ιδιώτες καπιταλιστές ή στο κράτος. Επειδή το εργατικό δυναμικό έχει γίνει προϊόν στο καπιταλιστικό σύστημα, και μάλιστα το ουσιαστικό προϊόν, γίνεται εκμετάλλευση απέναντι στους εργάτες. Γι’αυτό η εργατική μάχη κουβαλά την κατάργηση του μεροκάματου και έτσι την κατάργηση όλων των μορφών εμπορευμάτων σαν φύτρο μέσα της. Επιπλέον, η εργατική τάξη παράγει ήδη τώρα όλα τα πλούτη της κοινωνίας. Αυτό το κάνει σ’ένα κοινό πλαίσιο μέσω της συνδεδεμένης δουλειάς, την οποία έχει αναπτύξει ο καπιταλισμός ο ίδιος. Αλλά αυτό το σύστημα δεν μπόρεσε να προωθήσει τη συλλογικοποίηση της παραγωγής μέχρι το τέλος της που ξεκίνησε κατά της ατομικής μικροπαραγωγής. Και εδώ υπάρχει μια από τις κύριες αντιθέσεις του καπιταλισμού: Στην κυριαρχία του έγινε η παραγωγή παγκόσμια, αλλά τα παραγωγικά μέσα μένουν σκορπισμένα στα χέρια διαφόρων ιδιοκτητών, ιδιωτών καπιταλιστών ή εθνικών κρατών, οι οποίοι πουλούν ή αγοράζουν τα παραγόμενα προϊόντα. Η κατάργηση της αγοράς περνά έτσι μόνο μέσα από την απαλλοτρίωση όλων των καπιταλιστών, με το να αναλαμβάνει η κοινωνία το σύνολο αυτών των παραγωγικών μέσων μαζί και συλλογικά. Και αυτό το καθήκον μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την εργατική τάξη, γιατί είναι η μόνη τάξη, η οποία δεν κατέχει παραγωγικά μέσα, αν και τα παράγει όλα αυτά συνδεδεμένα. Αυτή η ιδέα δεν είναι καινούργια όμως: Εδώ και ενάμιση αιώνες βρισκόταν σε όλες τις σημαίες των εργατικών μαχών κατά της εκμετάλλευσης γράφοντας: «Η απελευθέρωση των εργατών μπορεί να είναι μόνο το δικό τους έργο.» Αυτό ήταν το κεντρικό σλόγκαν του προγράμματος της Πρώτης Διεθνούς, της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, η οποία είχε ιδρυθεί το 1864. Από τότε αναφέρθηκε πάλι κάθε φορά από τις επόμενες Διεθνείς: από τη το 1889 ιδρυμένη Δεύτερη Διεθνή, από την Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 μέσα στο επαναστατικό κύμα. Και αυτή η ιδέα πνίγηκε από τον σταλινισμό το 1928. Προς το παρόν οι αστικές εκστρατείες προσπαθούν να κάνουν πιστευτό ότι πρόκειται για μια σκέτη ουτοπία, η οποία όμως θά’ταν επικίνδυνη, γιατί μπορεί να δημιουργήσει μόνο τους τρόμους του σταλινισμού. Αλλά φυσικά μπορεί η αστική τάξη και τα μέσα της σχετικά να δημιουργήσει μόνο ψέματα: Πράγματι, αφού όλα αυτά που ισχυρίστηκε το εργατικό κίνημα από τις αρχές του έμειναν έγκυρα. Παρά των αλλαγών του δεν κατάργησε ο καπιταλισμός την εργατική τάξη, όπως ισχυρίζονται μερικοί κοινωνιολόγοι που είναι πιστοί στο σύστημα. Αυτό το σύστημα εξακολουθεί να ζεί από την εκμετάλλευση του μεροκάματου – και αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό του. Και η τάξη των από τους μισθούς εξαρτημένων παραγωγών, αν δουλεύουν τώρα σε εργοστάσια ή σε γραφεία, σε σχολεία ή σε νοσοκομεία, εξακολουθεί να παραμένει ο μόνος φορέας του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Η απόδειξη η ίδια, ότι η κομμουνιστική επανάσταση μένει ακόμη έγκυρη, η διάσταση των εκστρατειών των κυρίαρχων έχει γίνει θέμα με «το τέλος του κομμουνισμού» και «το τέλος του μαρξισμού», δηλαδή της επαναστατικής θεωρίας του προλεταριάτου. Εάν η αστική τάξη δεν θα χρειαζόταν να φοβόταν αυτούς που εκμεταλλεύτηκε, εάν πραγματικά εννοούσε ότι η εργατική τάξη δεν θα έπαιζε ρόλο στην παγκόσμια ιστορία ποτέ ξανά, δεν θα προσπαθούσε με τόσο κόπο να βεβαιώσουν τους εργάτες, ότι δεν μππρούν να περιμένουν και να προσδοκούν τίποτα από την επανάσταση. Τότε δεν θα προσπαθούσε με όλα τα μέσα να τους προκαλέσει ένα αίσθημα ανημπορίας.

Οι σημερινές δυσκολίες δεν οδήγησαν στην ήττα της εργατικής τάξης, γιατί η εργατική τάξη εξακολουθεί να είναι σε θέση να ξεπεράσει τον καπιταλισμό: Ισχύει, ότι η γιγαντιαία εκστρατεία έχει εξασθενίσει την εργατική τάξη με τα περιστατικά των δυο τελευταίων ετών, όπως η διάλυση του πρώην «σοσιαλιστικού μπλοκ» και η κατάρρευση του σταλινιστικού καθεστώς στην Ε.Σ.Σ.Δ την ίδια (η χώρα, στην οποία προκλήθηκε η εργατική επανάσταση πρίν έναν αιώνα περίπου). Ο σταλινισμός ήταν η κορυφή της αστικής αντεπανάστασης. Με την απονέκρωσή του κάνει μια τελευταία εξυπηρέτηση στους κυρίαρχους, διότι έτσι η εργατική τάξη πρέπει να εισπνεύσει την νεκρική μυρωδιά του ξανά. Συγχρόνως, είχε ήδη συναντήσει τις δυσκολίες, οι οποίες προκλήθηκαν από την γενική κατάρρευση του καπιταλισμόυ. Σήμερα, οι περισσότεροι εργάτες γίνονται θύματα των αστικών εκστρατειών. Πολλοί απ’αυτούς εγκατέλειψαν την ελπίδα να ανατρέψουν μια μέρα τον κόσμο και να καταργήσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Στις χώρες του πρώην δυτικού μπλόκ, εκεί, όπου οι εργάτες υπέφεραν υπό τις πιο ακραίες μορφές της αντεπανάστασης, δεν έχουν την δύναμη να αντιταχθούν στην ανάπτυξη των αστικών ιδεολογιών, ακόμη και των αναχρονιστικών. Για να αμυνθούν εναντίον του «προλεταριακού διεθνισμού» που ήταν ένα πρόσχημα του σταλινισμού για την ιμπεριαλιστική πολιτική του, κόλλησαν την εθνικιστική υστερία. Ως αντίδραση στον κηρυγμένο αθεϊσμό του σταλινισμού κινήθηκαν στην αγκαλιά της εκκλησίας. Όμως, οι εργάτες στην Ανατολική Ευρώπη δεν είναι τα οριστικά μέρη της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Αυτά τα μέρη της παγκόσμιας εργατικής τάξης βρίσκονται στις υψηλά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, δηλαδή στη Δύση. Ιδίως, σ’αυτό το μέρος του κόσμου, στη Δυτική Ευρώπη ζουν, δουλεύουν και αγωνίζονται τα πιο δυνατά συγκεντρωμένα τάγματα της εργατικής τάξης, τα οποία είναι ,όμως, και τα πιο έμπειρα. Και αυτό το μέρος του προλεταριάτου δεν έχει νικηθεί. Ενώ οι εργάτες μεν είχαν παραπλανηθεί από τις τωρινές ψεύτικες εκστρατείες, δεν βημάτισαν πίσω από τις αστικές, εθνικιστικές ή δημοκρατικές σημαίες. Ιδίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό Κόλπο οι κυρίαρχοι των δυτικών χωρών έβαζαν μόνο στρατιώτες με απεριόριστη θητεία. Αυτό ήταν η απόδειξη για το ότι οι κυρίαρχοι είχαν επίγνωση της κατάστασης των νεοσυλλέκτων (όπου υπήρχαν). Αυτό σημαίνει ότι οι ένστολοι εργάτες δεν είναι έτοιμοι να αφήσουν τη ζωή τους για την «υπεράσπιση της δικαιοσύνης ή της δημοκρατίας». Και αυτός ο πόλεμος ξεμπροστίασε στα μάτια της εργατικής τάξης τον αληθινό χαρακτήρα της δημοκρατίας και τα ψέματά της περί της «καινούργιας παγκόσμιας τάξης». Προς το παρόν όλο και λιγότεροι εργάτες συμμετέχουν στην «μεγάλη θεία λειτουργεία» της δημοκρατίας, στις εκλογές. Το ίδιο φαινόμενο και στα συνδικάτα, αυτά τα αστικά κρατικά όργανα που εξυπηρετούν την επιτήρηση και τον έλεγχο των εκμεταλλευόμενων για να σαμποτάρουν τις μάχες τους. Η αναπότρεπτη όξυνση της οικονομικής κρίσης θα παραμερίζει επίσης όλο και πιο πολύ τις ψευδαισθήσεις, για το ότι η καπιταλιστική μορφή της οικονομίας είναι κάτι το «ανώτερο», και συγχρόνως αυτό θα αναγκάσει την εργατική τάξη να χαράξει πάλι δρόμους για ευρύτερους και πιο ενωμένους ταξικούς αγώνες. Διότι σ’αυτό το δρόμο έχει κάνει μεγάλες προόδους από τα τέλη της δεκαετίας του 60’, ιδίως στα μέσα του 80’, αν και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες για ένα αρκετό χρονικό διάστημα τα τελευταία δυο χρόνια. Παρόλο που οι κυρίαρχοι ανασάνουν και προσποιούνται ότι μαρξισμός μπορεί να θαφτεί, είναι ήδη βέβαιο ότι ο μαρξισμός δεν απέτυχε, αλλά αντιθέτως: Η τωρινή όξυνση της κρίσης, την οποία μπορεί μόνο να προβλέψει και να εξηγήσει ο μαρξισμός, δείχνει το πόσο ζωντανή είναι αυτή η θεωρία. Και η ζωντάνια της θα ενισχυθεί μόνο με την επαναδυνάμωση των εργατικών μαχών. Με αυτές τις προσπάθειες της εργατικής τάξης για την εξέλιξη των αγώνων και της συνείδησής της, ο ρόλος των περοσσότερων εξελιγμένων στοιχείων, των πραγματικών κομμουνιστών, θα έχει την μεγαλύτερη και αποφασιστικότερη σημασία. Έτσι είναι σήμερα όπως και τότε, ότι οι κομμουνιστές «στα διάφορα αναπτυξιακά στάδια, τα οποία διανύουν τη μάχη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, … τονίζουν και προβάλλουν τα ανεξαρτήτως από την εθνικότητα ενδιαφέροντα όλου του προλεταριάτου» και ότι «αντιπροσωπεύουν πάντα το συμφέρον του γενικού κινήματος…» ( Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μάρξ/Ένγκελς, Έργα των Μάρξ και Ένγκελς τόμος 4, σ.474). Λαμβάνοντας υπόψη τι διακυβεύεται, δηλαδή τη σοβαρότητα των τωρινών ιστορικών συνθηκών, λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη των αστικών ψεμάτων και ενόψει της ωρίμανσης της συνείδησης της εργατικής τάξης όπως και την εξέλιξη των αγώνων της, είναι σήμερα το καθήκον των τωρινών υφιστάμενων, ακόμα αδύναμων επαναστατικών δυνάμεων να ξεπεράσουν τις παλιές διασπάσεις τους και κάθε σεχταρισμό, να ανοίξουν μεταξύ τους μια αδελφική συζήτηση που τους δίνει την ευκαιρία να διευκρινίσουν τις αναλύσεις τους και να υπερασπιστούν με όλο και πιο ενωμένες δυνάμεις τις κομμουνιστικές θέσεις στο προλεταριάτο. Το προλεταριάτο χρειάζεται την ενότητά του στον αγώνα˙ και αυτό το ίδιο πνεύμα της ενότητας που μπορεί μόνο να προκληθεί μέσα από την σαφήνεια πρέπει σήμερα να χρησιμεύει ως κύριο θέμα για τις δυνάμεις της πρωτοπορίας, των κομμουνιστών στη δουλειά τους. Προλετάριοι! Ποτέ άλλοτε στην ιστορία βρεθήκαμε μπροστά σε μια τέτοια δραματική και αποφασιστική εξέλιξη όπως σήμερα. Ποτέ άλλοτε έπρεπε μια κοινωνική τάξη να αναλάβει μια τέτοια συγκρίσιμη ευθύνη όπως αυτή, στην οποία βρίσκεται η εργατική τάξη σήμερα. Εάν η εργατική τάξη δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’αυτή την ευθύνη, ο πολιτισμός θα καταστραφεί όπως και η ανθρωπότητα. Χιλιετίες από προόδους, δουλειά και σκέψεις θα καταστραφούν. Δυο αιώνες εργατικών αγώνων, εκατομμύριοι μάρτυρες από τους εργάτες θα ήταν μάταιοι.

Για να απορρίψουμε όλους τους εγκληματικούς ελιγμούς της αστικής τάξης, για να μην αφήσουμε να μας την φέρουν με τα σιχαμερά ψέματα, και για να εξελιχθούν οι εργατικοί σας αγώνες προς μια κομμουνιστική παγκόσμια επανάσταση, για να ξεπεραστεί η κυριαρχία της ανάγκης και να αποκτηθεί η κυριαρχία της ελευθερίας:

Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε! Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1991


[1] Αυτό το μανιφέστο διεκπεραιώθηκε το Σεπτέμβριο του 1991. Οι αρχές και το περιεχόμενό του αποφασίστηκαν στο 9. Συνέδριο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Ρεύματος.

[2] Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τον Τρότσκι με τις διάφορες πολιτικές οργανώσεις που επικαλούνται σήμερα τον τροτσικισμό. Ο Τρότσκι ήταν ένας μεγάλος επαναστάτης παρά το γεγονός ότι ο αγώνας του εναντίον του σταλινισμού ήταν διαμορφωμένος από λάθος πολιτικές αντιλήψεις και παραχωρήσεις, όπως π.χ. ότι στην Ε.Σ.Σ.Δ υπήρχαν «επιτεύγματα για τους εργάτες» και έτσι η ανάγκη οι εργάτες «να υπερασπιστούν δήθεν αυτά τα επιτεύγματα». Αλλά τα ρεύματα, τα οποία εξακολούθησαν να επικαλούνται τον Τρότσκι και τις θέσεις του μετά τη δολοφονία του από έναν σταλινιστή πράκτορα το 1941 και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ζήτησαν από τους εργάτες να αλληλοσφαχτούν, εγκατέλειψαν οριστικά το στρατόπεδο της εργατικής τάξης και ακολούθησαν τον σταλινισμό στο στρατόπεδο των καπιταλιστών.