Η κοινή βάση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Ρεύματος – ψηφίστηκε στο 1. Συνέδριο 1975

Εισαγωγή

Μετά από την μακρύτερη και βαθύτερη αντεπανάστασή του, το προλεταριάτο επιστρέφει σιγά σιγά στο δρόμο του ταξικού αγώνα. Αυτοί οι αγώνες που προέκυψαν ως συνέπεια μιας οξυμένης κρίσης του συστήματος στα μέσα του 1960’ και που ευνοήθηκαν από την εμφάνιση καινούργιων εργατικών γενιών, οι οποιές δεν υπέφεραν τόσο όσο οι πρόγονοί τους σχετικά με τις περασμένες ήττες της εργατικής τάξης, ανήκουν στους μεγαλύτερους που έχουν διεξαχθεί ποτέ. Από το ξέσπασμά τους το 1968 στη Γαλλία, οι εργατικοί αγώνες από την Ιταλία μέχρι την Αργεντινή, από την Αγγλία μέχρι την Πολωνία, από τη Σουηδία μέχρι την Αίγυπτο, από την Κίνα μέχρι την Πορτογαλία, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδία, από την Ιαπωνία μέχρι την Ισπανία έγιναν ένα φάντασμα για την καπιταλιστική τάξη.

Η επαναεμφάνιση του προλεταριάτου στη σκηνή της ιστορίας αναίρεσε οριστικά όλες αυτές τις τις ιδεολογίες, οι οποίες δημιουργήθηκαν και έκαναν δυνατή την αντεπανάσταση και που αρνούνταν την επαναστατική ουσία του προλεταριάτου. Η τωρινή ενδυνάμωση του ταξικού αγώνα δείχνει πολύ σωστά ότι το προλεταριάτο είναι η μόνη επαναστατική τάξη της εποχής μας.

Μια επαναστατική τάξη είναι μια τάξη, της οποίας η κυριαρχία πάνω από την κοινωνία ταυτίζεται με την ανάπτυξη και την επέκταση καινούργιων παραγωγικών συνθηκών, οι οποίες είναι δυνατές με τον βαθμό εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων και που έγιναν απαραίτητες με την ήττα των παλιών, ξεπερασμένων παραγωγικών συνθηκών. Όπως οι παλιοί τρόποι παραγωγής, ο καπιταλισμός ισοδυναμεί με μια συγκεκριμένη φάση στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο καπιταλισμός ήταν κάποτε μια προοδευτική μορφή της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά με το που επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο δημιούργησε ταυτόχρονα τις συνθήκες για τη δική του εξαφάνιση. Λόγω της ειδικής της στάσης στην παραγωγική διαδικασία, λόγω της ιδιότητάς της ως συλλογική παραγωγική τάξη που κατασκευάζει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού πλούτου και λόγω του γεγονότος ότι δεν κατέχει τα παραγωγικά μέσα, τα οποία θέτει σε κίνηση, και συνεπώς δεν ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του καπιταλισμού, η εργατική τάξη είναι η μόνη τάξη στην κοινωνία που μπορεί αντικειμενικά και υποκειμενικά να δημιουργήσει έναν καινούργιο, μετακαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: τον κομμουνισμό. Η τωρινή ενδυνάμωση του προλεταριακού αγώνα αποδεικνύει ξανά ότι η προοπτική του κομμουνισμού δεν έχει γίνει μόνο μια ιστορική ανάγκη, αλλά και μια πραγματική δυνατότητα.

Το προλεταριάτο πρέπει, όμως, να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ακόμη για να πετύχει τη καταστροφή του καπιταλισμού. Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών και ως ενεργοί παράγοντες σ’αυτή τη διαδικασία τα επαναστατικά ρεύματα και στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από τότε που ενδυναμώθηκε η τάξη ξανά, έχουν τεράστια ευθύνη για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα. Για να ανταποκριθεί σ’αυτό το καθήκον, πρέπει να οργανωθούνε πάνω στις βάσεις των ταξικών θέσεων, οι οποίες καθορίστηκαν οριστικά μέσα από τις ανάλογες εμπειρίες του προλεταριάτου. Αυτές πρέπει να ορίσουν όλες τις δραστηριότητες και κάθε παρέμβαση μέσα στην τάξη.

Με τη δική του πρακτική και θεωρητική εμπειρία το προλεταριάτο θα συνειδητοποιήσει τα μέσα και τους στόχους του ιστορικού αγώνα για την καταστροφή του καπιταλισμού και για την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Από την αρχή του καπιταλισμού όλες οι δραστηριότητες του προλεταριάτου είναι μια διαρκή προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τα ενδιαφέροντα τις ως τάξη, να απομακρυνθεί από τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης και έτσι να ανασύρει το πέπλο της αστικής κοινωνίας. Αυτές οι προσπάθειες είναι διαμορφωμένες από μια συνέχεια· μια συνέχεια, την οποία συναντάμαι στο όλο εργατικό κίνημα που άρχισε από τις πρώτες κρύφες κοινωνίες μέχρι τις πολιτικές ομάδες της Αριστεράς, οι οποίες προέκυψαν από την Τρίτη Διεθνή: Παρά όλες τις συγχύσεις και άλλων χαρακτηριστικών της πίεσης της αστικής ιδεολογίας, οι οποίες μπορούν ασφαλώς να διαπιστωθούν στις θέσεις και στις δραστηριότητές της, οι διάφορες οργανώσεις της τάξης είναι αναντικατάστατα μέρη στην αλυσίδα της ιστορικής συνέχειας του προλεταριακού αγώνα.

Το γεγονός ότι καταστράφηκαν από τις ήττες ή από την εσωτερική κατάρρευση, δεν σημαίνει όμως ότι επηρεάζει αρνητικά την ουσιαστική τους συμβολή σ’αυτό τον αγώνα. Έτσι εκφράζει η ανοικοδόμηση της οργάνωσης των επαναστατών σήμερα αυτή την γενική ενδυνάμωση του προλεταριάτου μετά από μισό αιώνα της αντεπανάστασης και της διάλυσης στο εργατικό κίνημα. Η οργάνωση των επαναστατών πρέπει να ανανεώσει την ιστορική συνέχεια με το εργατικό κίνημα, για να μπορέσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί αγώνες της τάξης να προετοιμαστούν με τα διδάγματα των περασμένων αγώνων και για να μην ήταν εν μέρει όλες οι ήττες μάταιες που περιβάλλουν το δρόμο τους, αλλά να παριστάνουν εξίσου πολλές υποσχέσεις για την οριστική νίκη.

Το Διεθνές Κομμουνιστικό Ρεύμα (ΔΚΡ) επικαλείται αλλεπάλληλα στην οργάνωση των κομμουνιστών και στην Ι., ΙΙ. και ΙΙΙ. Διεθνή  όπως και στις πολιτικές ομάδες της Αριστεράς, οι οποίες προέκυψαν από τις τελευταίες, στα πετυχημένα επιτεύγματα, ιδίως αυτών της γερμανικής, ολλανδικής και ιταλικής Αριστεράς. Αυτά τα βασικά επιτεύγματα δίνουν τη δυνατότητα να εντάξει το σύνολο των ταξικών ορίων σε  μια ενιαία και γενική οπτική γωνία, όπως είναι διατυπωμένη εδώ σ’αυτή την κοινή βάση.

1 - Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Ο μαρξισμός είναι το βασικό θεωρητικό επίτευγμα του προλεταριακού αγώνα. Στη βάση του εξετάζονται όλα τα επιτεύγματα του προλεταριακού αγώνα σε ένα συναφές σύνολο.

Εξηγώντας την πορεία της ιστορίας μέσα από την εξέλιξη του ταξικού αγώνα, δηλαδή τον αγώνα για την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων μέσα σ’ένα πλαίσιο ορισμένο από την εξέλιξη της παραγωγικής δύναμης, και με το να αναγνωρίσει το προλεταριάτο ως φορέα της επανάστασης που θα καταργήσει τον καπιταλισμό, θα γίνει ο μαρξισμός η μόνη παγκόσμια αντίληψη, η οποία εκφράζει πραγματικά τη θέση της εργατικής τάξης. Αρκετά μακρινό για να είναι μια αφηρημένη, θεωρητική άποψη για τον κόσμο, ο μαρξισμός είναι επομένως κατά κύριο λόγο το όπλο για τον ταξικό αγώνα της εργατικής τάξης. Και επειδή η εργατική τάξη είναι η πρώτη και η μόνη τάξη, της οποίας η απελευθέρωση εμπεριέχει αναγκαστικά την απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας και της οποίας η κυριαρχία μιας κοινωνίας δεν σημαίνει μια καινούργια μορφή εκμετάλλευσης, αλλά την κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης, είναι μόνο ο μαρξισμός σε θέση να αντιληφθεί την κοινωνική πραγματικότητα με αντικειμενικό και επιστημονικό τρόπο δίχως προκαταλήψεις και δίχως κάθε είδους συγκάλυψης.

Μολονότι ο μαρξισμός δεν είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα ή ένα δόγμα, αλλά αντιθέτως μια συνεχώς διευρυνόμενη, εμπλουτισμένη θεωρία, η οποία είναι έμμεσα και ζωντανά συνδεδεμένη με τον ταξικό αγώνα, και μολονότι ο μαρξισμός έμαθε από τα προηγούμενα θεωρητικά επιτεύγματα της εργατικής τάξης, προσφέρει από τότε που δημιουργήθηκε το μοναδικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η επαναστατική θεωρία μπορεί να εξελιχθεί.
 

2 - ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Μια κοινωνική επανάσταση είναι η πράξη, μέσα από την οποία η τάξη που είναι ο φορέας των καινούργιων παραγωγικών συνθηκών ιδρύει την πολιτική κυριαρχία πάνω από τη κοινωνία. Η προλεταριακή επανάσταση δεν παρεκκλίνει από αυτό τον ορισμό, αλλά οι προϋποθέσεις και το περιεχόμενό της διαφέρουν βασικά από τις επαναστάσεις του παρελθόντος.

Επειδή αυτές οι επαναστάσεις βρισκόντουσαν στο κατώφλι ανάμεσα σε δυο τρόπους παραγωγής που ήταν χαρακτηρισμένοι από ανεπάρκεια, είχαν το καθήκον να αντικαταστήσουν την κυριαρχία μιας εκμεταλλευόμενης τάξης με την κυριαρχία μιας άλλης εκμεταλλευόμενης τάξης. Αυτό το γεγονός καθρεφτίστηκε στην αντικατάσταση μιας μορφής κυριότητας με μια άλλη μορφή κυριότητας, ένα είδος προνομίων με ένα άλλο είδος προνομίων.

Η προλεταριακή επανάσταση, όμως, επιδιώκει το στόχο να αντικαταστήσει τις παραγωγικές συνθήκες, οι οποίες στηρίζονται στην ανεπάρκεια, με παραγωγικές συνθήκες που βασίζονται στην υπεραφθονία. Γι’αυτό η προλεταριακή επανάσταση σημαίνει το τέλος όλων των μορφών κυριότητας, όλων των προνομίων και όλων των εκμεταλλεύσεων.
Αυτές οι διαφορές δίνουν στην προλεταριακή επανάσταση τις εξής ιδιότητες, τις οποίες η εργατική τάξη πρέπει να καταλάβει και να κατέχει για να τις εκτελέσει επιτυχώς:

  1. Η προλεταριακή επανάσταση είναι η πρώτη μορφή επανάστασης που λαμβάνει χώρα παγκοσμίως. Μπορεί να κατορθώσει τους στόχους τις μόνο εάν επεκταθεί σε όλες τις χώρες, διότι πρέπει να αποβάλλει την κατάργηση της προσωπικής ιδιοκτησίας και όλα τα τοπικά, περιφερειακά και εθνικά εμπόδια, τα οποία συσχετίζονται με την προσωπική ιδιοκτησία. Η επέκταση της κυριαρχίας του καπιταλισμού σε παγκόσμιο πεδίο κατάφερε να γίνει αυτή η αναγκαιότητα και μια δυνατότητα.
  2. Για πρώτη φορά στην ιστορία η επαναστατική τάξη του αύριο είναι ταυτόχρονα και η εκμεταλλευόμενη τάξη του παλιού συστήματος. Γι’αυτό το λόγο δεν μπορεί να στηριχθεί καθόλου στην οικονομική εξουσία στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Σε αντίθεση με την ιστορία μέχρι τώρα προηγείται αναγκαστικά η ανάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσω του προλεταριάτου από την μεταβατική περίοδο, στην οποία η εξουσία των καπιταλιστικών παραγωγικών συνθηκών καταστράφηκαν προς όφελος των κομμουνιστών.
  3. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά μια κοινωνική τάξη είναι ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενη και επαναστατική σημαίνει επιπλέον, ότι ο αγώνας της ως εκμεταλλευόμενη τάξη δεν μπορεί σε καμιά χρονική στιγμή να αντιταχθεί ή να χωριστεί από τον αγώνα της ως επαναστατική τάξη. Αντιθέτως. ‘Όπως ο μαρξισμός ανέκαθεν διαβεβαίωνε κατά των μικροαστικών θέσεων και των θέσεων του Προυντόν, η εξέλιξη του επαναστατικού αγώνα θα οριστεί μέσω της εμβάθυνσης και της γενίκευσης του προλεταριακού αγώνα ως εκμεταλλευόμενη τάξη.

3 - Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Για να μεταβεί η προλεταριακή επανάσταση από το στάδιο των απλών ανεκπλήρωτων επιθυμιών ή της βασικής δυνατότητας και ιστορικής προοπτικής στο στάδιο της συγκεκριμένης δυνατότητας, πρέπει να έχει γίνει μια αντικειμενική αναγκαιότητα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αυτή η ιστορική κατάσταση μπήκε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος επισημάνει το τέλος της ανοδικής φάσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ξεκίνησε το 16ο αιώνα και έφτασε στην κορυφή κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Η από τότε αρχική φάση είναι η εποχή της παρακμής του καπιταλισμού.

Όπως σε όλες τις παλιές κοινωνίες η πρώτη φάση του καπιταλισμού εξέφρασε την ιστορική αναγκαιότητα των ειδικών παραγωγικών συνθηκών της, δηλαδή τον απαραίτητο ρόλο της στην εξέλιξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων. Αντιθέτως, η δεύτερη φάση εκφράζει τη μετατροπή αυτών των παραγωγικών συνθηκών σε όλο και υψηλότερα εμπόδια κατά της εξέλιξης των ίδιων παραγωγικών δυνάμεων.

Η παρακμή του καπιταλισμού είναι το αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων αυτής της μορφής παραγωγής, η οποία μπορεί να οριστεί ως εξής: Αν και υπήρχαν ασφαλώς  προϊόντα στις περισσότερες προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η καπιταλιστική οικονομία είναι η πρώτη, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην παραγωγή  προϊόντων. Έτσι γίνεται η ύπαρξη των συνεχών επεκτεινόμενων αγορών μια από τις κύριες προϋποθέσεις για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Ιδίως η πραγματοποίηση της προστιθέμενης αξίας, η οποία παράγεται μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, είναι απαραίτητη για την συγκέντρωση του κεφαλαίου, την κύρια κινητήρια δύναμη του κεφαλαίου. Σε αντίθεση με την ιδέα που υπέβαλλαν οι λάτρεις του κεφαλαίου, η καπιταλιστική παραγωγή δεν δημιουργεί αυτόματα και κατ΄ευχήν τις αγορές που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξή της. Ο καπιταλισμός εξελίχθηκε πρώτα σε έναν μη καπιταλιστικό κόσμο, όπου βρήκε τις απαραίτητες αγορές για την ανάπτυξή του. Αφού, όμως, είχε επεκτείνει τις συνθήκες παραγωγής του σε όλο τον κόσμο και τις ένωσε σε μια μοναδική παγκόσμια αγορά, ο καπιταλισμός έφτασε στις αρχές του 20ου  αιώνα στο κατώφλι του κορεσμού των ίδιων αγορών, οι οποίες στον 19ο αιώνα έκαναν ακόμη δυνατή την πελώρια επέκταση του. Εκτός αυτού ενισχύθηκε η πίεση στο κέρδος και προκλήθηκε η ανοδική τάση της πτώσης του μέσω της αυξημένης δυσκολίας του κεφαλαίου στην αναζήτηση αγορών, όπου μπορούσε να υλοποιηθεί η προστιθέμενη αξία. Αυτή η πίεση εκφράζεται  μέσω της συνεχούς αύξησης του σταθερού, »νεκρού« κεφαλαίου (παραγωγικά μέσα) σε βάρος του μεταβλητού, ζωντανού κεφαλαίου, το εργατικό δυναμικό. Στην αρχή επιδρώντας μόνο ως τάση, η πτώση του κέρδους έγινε τελικά όλο και πιο αισθητή και ένα πρόσθετο φρένο στη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή στον τρόπο λειτουργίας του συνολικού συστήματος.

Ενώνοντας και επεκτείνοντας την ανταλλαγή προϊόντων παγκοσμίως και βοηθώντας έτσι την ανθρωπότητα να πάει ένα μεγάλο βήμα μπροστά, ο καπιταλισμός έθεσε ταυτόχρονα στην ημερίσια τάξη της ιστορίας και την αποκόλληση εκείνων των παραγωγικών συνθηκών που βασίζονται στην ανταλλαγή προϊόντων. Αλλά όσο το προλεταριάτο δεν έχει εκτελέσει ακόμη την αποστολή του, καταστρέφοντάς τες, διατηρούνται αυτές οι παραγωγικές συνθήκες ζωντανές και ρίχνουν την ανθρωπότητα σε όλο και πιο απαίσιες αντιθέσεις.
Η κρίση της υπερπαραγωγής, μια χαρακτηριστική έκφραση των αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και προς το παρόν της επέκτασης των αγορών, όταν το σύστημα ήταν ακόμα »υγιές«, μια σημαντική κινητήρια δύναμη έγινε πλεόν μια μόνιμη κρίση. Η ελλιπής πληρότητα της παραγωγικής ικανότητας έγινε σήμερα ένα συνεχές συνοδευτικό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το κεφάλαιο αποδεικνύεται »ανίκανο« να επεκτείνει την κυριαρχία του και δεν μπορεί καν να συμβαδίζει με την ανάπτυξη πληθυσμού. Το μόνο που μπορεί να επεκτείνει σήμερα ο καπιταλισμός στη γη είναι η απόλυτη φτώχια των ανθρώπων, όπως επικρατεί ήδη στις υπανάπτυκτες χώρες.

Υπό τέτοιες συνθήκες ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους καπιταλιστές γίνεται ακόμη πιο άσπλαχνος. Από το 1914 ο ιμπεριαλισμός έριξε την ανθρωπότητα σε έναν τρομερό κύκλο κρίσης, πολέμου και ανοικοδόμησης, ο οποίος έγινε και μέσο επιβίωσης για κάθε έθνος – ανεξαρτήτως από μικρό ή μεγάλο. Αυτός ο κύκλος διακρίνεται μέσα από μια τεράστια παραγωγή όπλων, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο ο μοναδικός τομέας, όπου ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους και θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις σε εφαρμογή. Στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής η ανθρωπότητα επιζεί μόνο στα θεμέλια συνεχούς καταστροφής και αυτοακρωτηριασμού.

Η υλική φτώχια που αφορά τις υπανάπτυκτες χώρες, βρίσκει στις αναπτυγμένες χώρες τον αντίπαλό της σε μια απανθρωποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας που δεν κατορθώθηκε έως τώρα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός στο ότι ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να προσφέρει στην ανθρωπότητα κάποιες άλλες προοπτικές εκτός από την κλιμάκωση των τρομερών πολέμων και ακόμη μιας πιο συστηματοποιημένης, ορθολογιστικότερης και πιο επιστημονικής εκμετάλλευσης. Όπως σε όλες τις παλιές παρακμιακές κοινωνίες, στην καπιταλιστική παρακμή οδηγεί κι αυτό σε μια αυξανόμενη κατάρρευση των κοινωνικών θεσμών, της κυρίαρχης ιδεολογίας, των ηθικών αξιών, των καλών τεχνών και όλων των άλλων πολιτιστικών εμφανίσεων του καπιταλισμού. Η εξέλιξη των ιδεολογιών όπως ο φασισμός ή αυτή του σταλινισμού εκφράζουν το θρίαμβο που γιορτάζει η βαρβαρότητα όταν λείπει μια επαναστατική εναλλακτική λύση.
 

4 - Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

Σε μια παρακμιακή περίοδο μιας κοινωνίας πρέπει το κράτος να αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συνοχή της κοινωνίας και για τη διατήρηση των υπαρχόντων παραγωγικών συθνηκών εν όψει της όξυνσης των αντιθέσεων του συστήματος. Έτσι τείνει το κράτος να ενισχύεται διαρκώς μέχρι να ενσωματώσει όλη την κοινωνία στις δομές τις. Η διόγκωση της ιμπεριαλιστικής διαχείρισης και της απόλυτης μοναρχίας ήταν χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου στην παρακμή της ρωμαϊκής δουλικής κοινωνίας και του φεουδαρχισμού.

Ακόμη και στην παρακμή του καπιταλισμού η γενική τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό έγινε ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του κοινωνικού βίου. Επειδή σε αυτήν την εποχή κανένα εθνικό κεφάλαιο είναι σε θέση να εξελίσσεται απεριόριστα και κάθε από αυτό αντιμετωπίζει έναν άσπλαχνο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, εξαναγκάζεται κάθε εθνικό κεφάλαιο να οργανώνεται όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται για να προετοιμάζεται όσο καλύτερα γίνεται οικονομικά και στρατιωτικά προς τα έξω κατά των αντιπάλων του και στο εσωτερικό της αυξανόμενης όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων να κρατά τον έλεγχο. Η μόνη δύναμη της κοινωνίας που μπορεί να εκτελέσει αυτά τα καθήκοντα είναι το κράτος.

Μόνο το κράτος μπορεί να:

  • ελέγξει την εθνική οικονομία παγκοσμίως και κεντρικά και να μειώσει τον εσωτερικό ανταγωνισμό, τον οποίο αποδυναμώνει η οικονομία. Συγχρόνως, η ανώτατη αρχή του είναι να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας για να αντιμετωπίσει ενωμένα τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά.
  • η λήψη στρατιωτικών προληπτικών μέτρων (ανάπτυξη στρατιωτικών ενόπλων δυνάμεων), τα οποία είναι απαραίτητα για την υπεράσπιση των ενδιαφερόντων του εθνικού κεφαλαίου λαμβάνοντας υπόψη την όξυνση των διεθνών αντιθέσεων.
  • τελικά χάρη σε μια συνεχώς ενισχυμένης μηχανής καταπίεσης και της γραφειοκρατίας της να δυναμώσει την εσωτερική συνοχή της κοινωνίας, η οποία απειλείται από την επιταχυνόμενη κατάρρευση των οικονομικών βάσεών της. Μόνο το κράτος μπορεί μέσα από τη πανταχού παρούσα εξουσία της να αποσπά με τη βία τη διατήρηση μιας κοινωνικής δομής, η οποία όλο και λιγότερο είναι σε θέση να ρυθμίσει αυθόρμητα τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Και αυτή η κοινωνική δομή αμφισβητείται όλο πιο πολύ, όσο περισσότερο γίνεται ένας παραλογισμός για την επιβίωση της ίδιας κοινωνίας.

Στον οικονομικό τομέα αυτή η τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό εκφράζεται μέσα από το γεγονός ότι το κράτος αναλαμβάνει όλες τις θέσεις-κλειδιά του παραγωγικού συστήματος, μολονότι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ πλήρως. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος της αξίας, ο ανταγωνισμός ή η αναρχία της παραγωγής εξαφανίζονται, που είναι και οι βασικές ιδιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτές μένουν σε παγκόσμιο επίπεδο έγκυρες, όπου οι νόμοι της αγοράς συνεχίζουν να κυριαρχούν κι έτσι ορίζονται οι παραγωγικές συνθήκες μέσα σε κάθε εθνική οικονομία, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλός είναι ο βαθμός της κρατικοποίησης. Ο «βιασμός» του νόμου της αξίας και των νόμων του ανταγωνισμού γίνεται, επειδή μπορούν να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά σ’αυτό το πλαίσιο. Αν η αναρχία στην παραγωγή εν όψει του κρατικού σχεδιασμού φανεί να υποχωρεί σε εθνικό επίπεδο, θα εμφανιστεί ακόμη πιο δυνατά σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως κατά τη διάρκεια της ισχυρής κρίσης του συστήματος που μπορεί να αποφύγει και ο κρατικός καπιταλισμός. Αρκετά μακριά από το να είναι μια »εκλογίκευση« του καπιταλισμού, ο κρατικός καπιταλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια έκφραση της ίδιας παρακμής.

Η αυξημένη υποδούλωση του κεφαλαίου στο κράτος εκτελείται είτε σταδιακά μέσω της συγχώνευσης του »ιδιωτικού« κεφαλαίου και του κρατικού κεφαλαίου όπως είναι και στις πιο αναπτυγμένες χώρες, είτε μέσω της αλματώδους και ανελλιπούς κρατικοποίησης εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι πιο αδύναμο.

Η τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό εμφανίζεται σε όλες τις χώρες στον κόσμο. Επιταχύνεται και ξεσπά με το χειρότερο τρόπο εκεί, όπου οι επιπτώσεις της παρακμής ξεκινούν με τον πιο βίαιο τρόπο: ιστορικά κατά τη διάρκεια των κρίσεων ή χρόνων πολέμου, γεωγραφικά στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες. Αλλά ο κρατικός καπιταλισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που είναι μόνο χαρακτηριστικό για τις ασθενέστερες χώρες. Αντιθέτως: αν και ο βαθμός της τυπικής κρατικοποίησης είναι πιο υψηλός στις υπανάπτυκτες χώρες, αποδεικνύεται ο πραγματικός έλεγχος του οικονομικού βίου μέσω του κράτους στις υψηλά αναπτυγμένες χώρες γενικά κατά πολύ πιο αποτελεσματικός. Ο λόγος γι’αυτό οφείλεται στον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου αυτών των χωρών.

Στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα η τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό εκφράζεται με το γεγονός ότι στις ακραίες ολοκληρωτικές μορφές όπως ο φασιμσός ή ο σταλινισμός και στην μορφή, η οποία κρύβεται πίσω από τη δημοκρατική μάσκα, ο κρατικός μηχανισμός και ιδίως η εκτελεστική εξουσία εξασκεί έναν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο που διαπερνούν όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου. Σε ένα άνισο υψηλό επίπεδο απ’ότι στην παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή του φεουδαρχισμού, το κράτος του παρακμιακού καπιταλισμού έγινε ένας επίφοβος, κρύος και ανώνυμος μηχανισμός, ο οποίος κατέστρεψε το πραγματικό θεμέλιο της αστικής κοινωνίας.


 

5 - ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΕΣ »ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ« ΧΩΡΕΣ

Με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου στα χέρια του κράτους ο κρατικός καπιταλισμός προκάλεσε τη ψευδαίσθηση ότι η προσωπική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων καταργήθηκε και ότι η αστική τάξη εξουδετερώθηκε. Η σταλινική θεωρία της δυνατότητας του »σοσιαλισμού σε μια χώρα« όπως και το ψέμα από τις »σοσιαλιστικές« ή »κομμουνιστικές« χώρες ή οι χώρες »στο δρόμο του σοσιαλισμού« έχουν όλες τις ρίζες τους σ’ αυτήν τη συγκάλυψη.

Οι αλλαγές που προκλήθηκαν από την τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό δεν λαμβάνουν χώρα στο επίπεδο των συνθηκών παραγωγής, αλλά μόνο στον τομέα των νομικών μορφών ιδιοκτησίας. Έτσι δεν διαλύουν τον αληθινό χαρακτήρα της προσωπικής ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα, αλλά μόνο τη νομική άποψη της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι εργάτες δε διαθέτουν κανέναν πραγματικό έλεγχο της χρήσης των παραγωγικών μέσων, μένουν εντελώς χωρισμένοι απ’αυτά. Τα παραγωγικά μέσα κρατικοποιούνται μόνο για την γραφειοκρατία, τα οποία κρατά στην κατοχή της και τα διαχειρίζεται από κοινού.

Η κρατική γραφειοκρατία, η οποία εξασκεί την ειδική οικονομική λειτουργία της ιδιοποίησης της πρόσθετης εργασίας του προλεταριάτου και της συγκέντρωσης του εθνικού κεφαλαίου, σχηματίζει μια δική της τάξη. Αλλά δεν πρόκειται βασικά για μια καινούργια τάξη. Λόγω της λειτουργίας της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παλιά αστική τάξη σε μορφή του κράτους.

Αυτό που ξεχωρίζει την κρατική γραφειοκρατία με τα προνόμιά της από την »κλασική« αστική τάξη δεν είναι το μέγεθος των προνομίων της, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα λαμβάνει αυτά: Αντί να παίρνει τα έσοδά της σε μορφή μερισμάτων λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας σε μερίδιο κεφαλαίου, τα λαμβάνει λόγω της λειτουργίας των μελών της σε μορφή »δαπανών διατροφής«, πριμοδοτήσεων και σταθερών αμοιβών που εμφανίζονται ως »μισθοί«, οι οποίοι είναι πολλαπλάσιοι απ’ότι οι μισθοί ενός εργάτη.

Η συγκέντρωση και ο σχεδιασμός της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω του κράτους και της γραφειοκρατίας δεν είναι ένα βήμα προς την κατάργηση της ιδιοκτησίας, αλλά μόνο ένα μέσο για την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης για να διαμορφωθεί πιο αποτελεσματικά.

Σε οικονομικό επίπεδο, η Ρωσία δεν μπόρεσε να καταφέρει ποτέ να καταργήσει εντελώς τον καπιταλισμό, ούτε κατά τη διάρκεια της μικρής χρονικής περιόδου όταν το τότε προλεταριάτο είχε στα χέρια της την πολιτική εξουσία. Ο κρατικός καπιταλισμός εμφανίστηκε εκεί τόσο γρήγορα σε μια υψηλά αναπτυγμένη μορφή, επειδή το οικονομικό χάος – πρώτα με την ήττα του Α. Παγκόσμιου Πολέμου, μετά λόγω του εμφύλιου πολέμου – δυσκόλεψε υπερβολικά την επιβίωση της Ρωσίας ως εθνικό κεφάλαιο μέσα σε ένα παρακμιακό παγκόσμιο σύστημα.

Η νίκη της αντεπανάστασης στην Ρωσία εκτελέστηκε εν ονόματι της αναδιοργάνωσης της εθνικής οικονομίας στην υψηλά εξελιγμένη μορφή του κρατικού καπιταλισμού που παρουσιάστηκε, όμως, κυνικά ως »συνέχεια της Οκτωβριανής Επανάστασης« και ως »ανάπτυξη του σοσιαλισμού«. Αυτό το παράδειγμα είχε αναφερθεί αργότερα και αλλού: Κίνα, Ανατολική Ευρώπη, Κούβα, Βόρεια Κορέα, Βιετνάμ κτλ. Δεν υπάρχει τίποτε προλεταριακό και ακόμη λιγότερο κομμουνιστικό σε όλες αυτές τις χώρες και σχετικά μ’αυτό, το μεγαλύτερο ψέμα της ιστορίας που θα παραμείνει είναι η δικτατορία του κεφαλαίου που κυριαρχεί μέσα σε μια από τις πιο παρακμιακές μορφές της. Οι εκάστοτε υπερασπίσεις που έχουν »αυτοκριτική«  ή μόνο περιορισμένες σε αυτές τις χώρες είναι μια απόλυτα αντεπαναστατική πράξη.[1]


[1] Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και του σταλινστικού καθεστώτος έχουν απωθήσει τον μύθο των «ρεαλιστικών, σοσιαλιστικών» χωρών που αποτελεί εδώ και πάνω από μισό αιώνα την ιδεολογική κορυφή της πιο τρομερής αντεπανάστασης της ιστορίας. Αλλά με το να παραμελεί η «δημοκρατική» αστική τάξη μια εκστρατεία περί της δήθεν «αποτυχίας του κομμουνισμού» εξακολουθεί να διαδίδει το μεγαλύτερο ψέμα της ιστορίας: την ταύτιση του σταλινισμού με τον κομμουνισμό. Τα κόμματα της Αριστεράς και της Ακροαριστεράς, τα οποία – αν και κρίσιμα – είναι σήμερα αναγκασμένα να προσαρμοστούν στις νέες παγκόσμιες συνθήκες. Για να παραπλανηθεί και να ελεγχθεί η εργατική τάξη μελλοντικά, θέλουν να ξεχαστεί ότι οι ίδιοι έχουν υποστηρίξει τον σταλινισμό ή παραποιούν, αν και απαραίτητο, το παρελθόν τους.

6 - Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΜΙΑΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Από την αρχή ο αγώνας της εργατικής τάξης κρατούσε μέσα του την προοπτική της καταστροφής του καπιταλισμού και της ανάπτυξης του κομμουνισμού για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Αλλά το προλεταριάτο δεν επιδιώκει τον τελικό στόχο του αγώνα του από καθαρό ιδεαλισμό σαν να ακολουθεί μια θεϊκή έμπνευση. Αντιθέτως, επιβάλλει να καταπιαστεί με το κομμουνιστικό πρόγραμμα, διότι το εξαναγκάζουν οι υλικές συνθήκες υπό τις οποίες εξελίσσεται ο άμεσος αγώνας του. Κάθε άλλη μορφή μάχης μπορεί να οδηγήσει μόνο στην καταστροφή.

Όσο η αστική τάξη είχε τη δυνατότητα χάρη στην τεράστια, παγκόσμια επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος κατά τη διάρκεια της ανερχόμενης φάσης να παρέχει πραγματικές μεταρρυθμίσεις στους εργάτες της, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις δεν ήταν υπαρκτές που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση του επαναστατικού προγράμματος.

Παρά τις επαναστατικές κομμουνιστικές προσπάθειες που εκφράστηκαν ήδη στην πολιτική επανάσταση με τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις του προλεταριάτου, ο αγώνας των εργατών κατά τη διάρκεια εκείνης της ιστορικής περιόδου ήταν περιορισμένος στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις.

Η μάθηση της οργάνωσης για να κερδίζεις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις μέσω του κοινοβουλευτισμού και των συνδικάτων, έγινε στο τέλος του 19ου  αιώνα μια κύρια σφαίρα δραστηριοτήτων των προλεταριακών δράσεων. Έτσι βρέθηκαν μεταρρυθμιστικά στοιχεία στις οργανώσεις εργατών (εκείνα που θεωρούσαν τον εργατικό αγώνα μόνο ως έναν αγώνα μεταρρυθμίσεων) μαζί με τους επαναστάτες (για τους οποίους ο αγώνας μεταρρυθμίσεων ήταν μόνο μια φάση σ’αυτήν τη διαδικασία που οδηγεί στους επαναστατικούς αγώνες). Ακόμα και τότε μπορούσε το προλεταριάτο να υποστηρίξει συγκεκριμένες παρατάξεις της αστικής τάξης εναντίον άλλων, πιο αντιδραστικών παρατάξεων για να αποσπάσει κοινωνικές αλλαγές με τη βία προς όφελός του. Αυτό αντιστοιχούσε με την τότε ανάκαμψη στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Όλες αυτές οι συνθήκες άλλαξαν στον παρακμιακό καπιταλισμό. Ο κόσμος έγινε πολύ μικρός για να προσφέρει χώρο σε όλο το υπάρχων εθνικό κεφάλαιο. Σε κάθε έθνος το κεφάλαιο είναι πλέον αναγκασμένο να προβεί σε αυξήσεις παραγωγικότητας μέχρι το πιο ακραίο όριο της εκμετάλλευσης των εργατών.
Η οργάνωση της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου δεν θα μείνει για πολύ μια υπόθεση μεταξύ αφεντικού και εργατών· θα γίνει μια κύρια υπόθεση του κράτους και των αμέτρητων μηχανισμών της που χρησιμεύουν στο να έχουν την εργατική τάξη υπό έλεγχο, να τους παρεκκλίνουν από κάθε επαναστατικό κίνδυνο και να τους υποτάξουν σε μια συστηματική και δόλια καταπίεση.

Ο πληθωρισμός, ο οποίος είναι ένα συνεχές συνοδευτικό φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας εδώ και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τρώει κάθε αύξηση μισθού. Το ωράριο εργασίας μένει στάσιμο και εάν μειώνεται τότε μόνο για να καλύψει τον μεγαλύτερο χρόνο διαδρομής για τη δουλειά ή για να αποφύγει την απόλυτη καταστροφή του νευρικού συστήματος των εργατών, οι οποίοι είναι υποταγμένοι σε όλο και γρηγορότερους ρυθμούς ζωής και εργασίας.

Ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις έγινε μια ανέλπιδη ουτοπία. Στη σημερινή εποχή υπάρχει για το προλεταριάτο μόνο ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Δεν υπήρχε εώς τώρα μια άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί, διασπώμενο σε εκατομμύρια άτομα και αποθαρρυμένο και να κινητοποιηθεί για τον καπιταλισμό ή να σταθεί μπροστά στη μάχη και να αντιμετωπίσει το ίδιο το κράτος επεκτείνοντας τις μάχες του όσο το δυνατόν πιο πολύ. Συγχρόνως, πρέπει το προλεταριάτο να αποφύγει τον κίνδυνο να δεσμευτεί με μια καθαρή οικονομική, τοπική ή εργασιακή βάση περιορισμένη σε εργοστάσια. Μάλλον πρέπει να ξαναβρεί εκείνη τη μορφή οργάνωσης που θα είναι και ο τόπος εκκόλαψης των μελλοντικών οργάνων εξουσίας: τα Συμβούλια Εργατών. Υπό αυτές τις καινούργιες ιστορικές συνθήκες πολλά παλιά όπλα του προλεταριάτου έγιναν άχρηστα. Εκείνα τα πολιτικά ρεύματα που υποστηρίζουν τη χρήση τους το κάνουν μόνο για να δέσουν την εργατική τάξη πιο δυνατά στην εκμετάλλευση, ώστε να εξαντλήσουν πιο αποτελεσματικά τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης.

Η διάκριση που ασκήθηκε από το εργατικό κίνημα το 19ο αιώνα ανάμεσα στο πρόγραμμα »μίνιμουμ« και »μάξιμουμ« έχασε το νόημά της. Το πρόγραμμα »μίνιμουμ« δεν είναι πια δυνατόν. Το προλεταριάτο μπορεί να προωθήσει μόνο τις μάχες του με το να δεσμευτεί για την προοπτική του προγράμματος »μάξιμουμ«: την κομμουνιστική επανάσταση.


 

7 - ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ: ΠΑΛΙΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ, ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Τον 19ο αιώνα, στο χρονικό διάστημα της μεγαλύτερης ακμής του καπιταλισμού, η εργατική τάξη δημιούργησε –συχνά μόνο μέσω πικραμένων και αιματηρών μαχών- τις μόνιμες οργανώσεις εργασίας της που είχαν τον ρόλο να υπερασπίζονται τα οικονομικά συμφέροντά της. Τα συνδικάτα έπαιξαν έναν κύριο ρόλο στη μάχη για μεταρρυθμίσεις και για βασικές βελτιώσεις των συνθηκών ζωής των εργατών· συνθήκες που το σύστημα μπορούσε ακόμα να τις παραχωρήσει. Τα συνδικάτα έπαιξαν επίσης έναν κεντρικό ρόλο στην ένωση της τάξης· διαμόρφωσαν έναν χώρο, όπου μπορούσαν να εκπαιδεύσουν την αλληλεγγύη και τη συνείδησή τους. Γι’αυτούς τους λόγους οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να επέμβουν ακόμη μέσα στα συνδικάτα· ήθελαν να τα κάνουν »σχολεία του κομμουνισμού«. Μολονότι η ύπαρξη αυτών των οργάνων είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με το μεροκάματο και τα συνδικάτα τότε ήδη ένα κομμάτι της γραφειοκρατίας, ήταν ωστόσο πραγματικά όργανα της τάξης, και όμως η κατάργηση του μεροκάματου δεν είχε τεθεί ακόμη στην ημερίσια τάξη της ιστορίας.

Με την είσοδο του στην παρακμιακή του φάση ο καπιταλισμός έγινε ανίκανος να παραχωρήσει κι άλλες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις για το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Αφού τα συνδικάτα δεν ήταν πια σε θέση να εκπληρώσουν τον αρχικό τους ρόλο –την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης- και εν όψει της ιστορικής κατάστασης, όπου μόνο η κατάργηση κι έτσι η εξαφάνιση των συνδικάτων έχει τεθεί στην ημερίσια τάξη, τα συνδικάτα έχουν γίνει πραγματικά πράκτορες του κεφαλαίου, εκπρόσωποι του αστικού κράτους μέσα στην εργατική τάξη, ώστε να νομιμοποιήσουν την επιβίωση τους. Αυτή η εξέλιξη ευνοήθηκε ήδη μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των συνδικάτων πριν τη φάση παρακμής και μέσω της αμείλικτης τάσης του κράτους στην εποχή της παρακμής να απορροφήσει όλες τις δομές του κοινωνικού βίου.

Ο εχθρικός ρόλος των συνδικάτων σχετικά με τους εργάτες εμφανίστηκε για πρώτη φορά ξεκάθαρα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δίπλα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμμετείχαν στην κινητοποίηση των εργατών για το ιμπεριαλιστικό μακελειό. Στο επαναστατικό κύμα μετά τον πόλεμο τα συνδικάτα έκαναν τα πάντα για να οδηγήσουν σε αποτυχία τις προσπάθειες του προλεταριάτου να καταστρέψουν τον καπιταλισμό.

Από τότε δεν κρατήθηκαν στη ζωή από την εργατική τάξη, αλλά από το καπιταλιστικό κράτος, για το οποίο εκπληρώνει σημαντικές υπηρεσίες:

  • η ενεργητική συμμετοχή στις προσπάθειες του καπιταλιστικού κράτους να οργανώσει ορθολογιστικά την οικονομία, να ρυθμίσει την πώληση του εργατικού δυναμικού και να οξύνει την εκμετάλλευση.
  • το σαμποτάζ της ταξικής πάλης, ας είναι με το να οδηγεί τις απεργίες και τις εξεργέσεις σε αδιέξοδο της κατηγοριοποίησης (δηλαδή ο περιορισμός στα εργοστάσια, στις περιοχές, στην πόλη, στην εξοχή κτλ.) ή ,με το να αντιμετωπίζει το αυτόνομο κίνημα της τάξης με ανοιχτή καταπίεση.

Επειδή τα συνδικάτα έχουν χάσει τον προλεταριακό τους χαρακτήρα δεν μπορούν ούτε να ξανά κατακτηθούν από την εργατική τάξη ούτε να παριστάνουν μια σφαίρα δραστηριοτήτων για τις επαναστατικές μειονότητες. Εδώ και πάνω από μισό αιώνα μειώνεται το ενδιαφέρον των εργατών για τις δραστηριότητες αυτών των οργάνων, τα οποία έγιναν ένα ισχυρό συστατικό του αστικού κράτους. Οι αγώνες των εργατών εναντίον της συνεχούς χειροτέρεψης των συνθηκών ζωής τους επιδιώκουν να αποδεχθούν τη μορφή μιας άγριας απεργίας εκτός και εναντίον των συνδικάτων. Από τις γενικές συνελεύσεις των απεργών καθοδηγούμενες και στις περιπτώσεις όπου επεκτείνονται συντονισμένες από επιτροπές απεσταλμένων – των οποίων οι απεσταλμένοι ψηφίζονται από τις γενικές συνελεύσεις και μπορούν οποτεδήποτε να μην επανεκλέγουν- αυτές οι μάχες φθάνουν απευθείας σε μια πολιτική διάσταση, διότι εξαναγκάζονται να έρθουν σε αντιπαράθεση με το κράτος σε μορφή του εκπροσώπου του σε επιχειρήσεις και συνδικάτα. Μόνο η επέκταση και η ριζοσπαστικοποίηση αυτών των μαχών δίνει τη δυνατότητα στην τάξη να μεταβεί από την υπεράσπιση στην ανοιχτή μετωπική επίθεση εναντίον του καπιταλιστικού κράτους. Η καταστροφή του αστικού κράτους εμπεριέχει, λοιπόν, αναγκαστικά την καταστροφή των συνδικάτων.

Ο εχθρικός χαρακτήρας των παλιών συνδικάτων προς τους εργαζομένους δεν οφείλεται απλά στο ότι είναι οργανωμένα με έναν συγκεκριμένο τρόπο (κατά ομάδες επαγγελμάτων ή σε βιομηχανικούς τομείς) ή ότι θα είχαν »κακούς ηγέτες«. Οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι η εργατική τάξη στην τωρινή περίοδο δεν μπορεί να διατηρήσει μόνιμα όργανα για μια αποτελεσματική υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων της. Γι’αυτό ανταποκρίνεται ο αστικός χαρακτήρας αυτών των οργάνων εξίσου στις »καινούργιες« συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες θέτουν παρόμοια καθήκοντα, ανεξαρτήτως από το πώς είναι οργανωμένες και ποιες ήταν οι αρχικές τις προθέσεις. Στον ίδιο βαθμό ανταποκρίνεται και στα »επαναστατικά συνδικάτα« και στα συμβούλια επιχείρησης καθώς και στα όργανα, όπως η επιτροπή εργατών κτλ., τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και να συμπεριφερθούν εχθρικά απέναντι στα εγκατεστημένα συνδικάτα και να προσπαθούν ειλικρινά για την υπεράσπιση των άμεσων εργατικών συμφερόντων. Αυτές οι οργανώσεις δεν μπορούν να αποφύγουν την ενσωμάτωση στον μηχανισμό του αστικού κράτους, ακόμη και να είναι ανεπίσημα και παράνομα όργανα.

Όλες οι πολιτικές στρατηγικές που αποσκοπούν στην εκμετάλλευση, στην ανοικοδόμηση ή στην ανακατάκτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, υπηρετούν μόνο τα συμφέροντα του καπιταλισμού, διότι προσπαθούν να βελτιώσουν τους αστικούς θεσμούς από τους οποίους οι εργάτες εν μέρει δραπέτευσαν. Πολιτικά ρεύματα, τα οποία με πάνω από μισό αιώνα εμπειρίας σχετικά με τον εχθρικό προς τους εργάτες ταξικό χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων, επιδιώκουν ακόμη αυτές τις στρατηγικές ανήκοντας έτσι στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης.

 

8 - ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Στην ανοδική φάση του καπιταλισμού το κοινοβούλιο ήταν εκείνη η μορφή που ήταν κατάλληλη για την οργάνωση του πολιτικού βίου της αστικής τάξης. Επειδή είναι ένας ειδικός αστικός θεσμός, δεν ήταν ποτέ ένας προτεινόμενος τομέας για τις δραστηριότητες της εργατικής τάξης. Η συμμετοχή του προλεταριάτου στον κοινοβουλευτικό βίο και στις προεκλογικές εκστρατείες έκρυβε ένα πλήθος κινδύνων, στους οποίους οι επαναστάτες έστρεψαν πάντα την προσοχή στην τάξη τον τελευταίο αιώνα. Τον καιρό, όμως, όταν η επανάσταση δεν είχε τεθεί στην ημερίσια τάξη της ιστορίας και το προλεταριάτο μπορούσε να προτείνει μεταρρυθμίσεις στο σύστημα, η συμμετοχή στον κοινοβουλευτικό βίο έδωσε τη δυνατότητα στο προλεταριάτο να χρησιμοποιήσει το κοινοβούλιο ως μέσο πίεσης προς όφελος των μεταρρυθμίσεων. Οι προεκλογικές εκστρατείες χρησίμευαν και ως μέσο προπαγάνδας ή δημαγωγίας για το προλεταριακό πρόγραμμα. Εκτός αυτού, ήταν δυνατόν να μεταμορφωθεί το κοινοβούλιο σε μια κερκίδα διαπόμπευσης του υποκριτικού χαρακτήρα της αστικής πολιτικής. Γι’αυτό η μάχη για το γενικό εκλογικό δίκαιο ήταν σε πολλές χώρες μια από τις σημαντικότερες απαιτήσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, για τις οποίες το προλεταριάτο είχε οργανωθεί.

‘Οταν το καπιταλιστικό σύστημα μπήκε στη φάση της παρακμής του, σταμάτησε το κοινοβούλιο να είναι ένα όργανο για την απόκτηση μεταρρυθμίσεων. Όπως διατύπωσε και η Κομμουνιστική Διεθνής στο ΙΙ συνέδριο της: «Το κέντρο βάρους του πολιτικού βίου έχει μετατοπιστεί εντελώς από το κοινοβούλιο, και μάλιστα οριστικά.»

Το μόνο ρόλο που μπορούσε να παίξει η βουλή από τότε, το μόνο που κρατά στη ζωή είναι ο ρόλος της ως ένα μέσο πλάνης: Έτσι, δεν ήταν πια δυνατόν για το προλεταριάτο να χρησιμοποιήσει τη βουλή με κάποιο τρόπο. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να αποκτήσει απαράδεκτες μεταρρυθμίσεις μέσω ενός οργάνου που έχει χάσει κάθε πολιτική λειτουργία.

Τώρα που το βασικό καθήκον του προλεταριάτου είναι να καταστρέψει όλους τους θεσμούς του αστικού κράτους κι έτσι και τη βουλή, όπου η εργατική τάξη πρέπει να ιδρύσει πάνω στα ερείπια του γενικού εκλογικού δικαίου και τα άλλα απομεινάρια της αστικής κοινωνίας τη δική της δικτατορία, η συμμετοχή στο κοινοβούλιο και στις προεκλογικές εκστρατείες – παρά των προθέσεων που ακολουθούν οι υποστηρικτές της- μπορεί μόνο να οδηγήσει στην εντύπωση να καλυτερέψει η κατάσταση ενός μελλοθάνατου σώματος.
Η συμμετοχή στις εκλογές και στο κοινοβούλιο δεν επιφέρει σήμερα πλεονεκτήματα που πρόσφερε τον 19ο αιώνα. Επιφέρει, όμως, ένα σωρό κινδύνους και μειονεκτήματα, ιδίως τον κίνδυνο της αυταπάτης για τη δυνατότητα μιας ειρηνικής ή σταδιακής μεταβίβασης στο σοσιαλισμό μέσω της κατάκτησης μιας κοινοβουλευτικής πλειονότητας που να κρατηθούν στη ζωή σε μορφή των λεγόμενων εργατικών κομμάτων.
Η στρατηγική της »καταστροφής της βουλής από μέσα«, στην οποία πρέπει να συμμετέχουν οι »επαναστατικοί βουλευτές«, δεν έδειξε ποτέ ένα άλλο αποτέλεσμα εκτός από τη διαφθορά των πολιτικών οργανώσεων, όπως η απορρόφηση μέσω του καπιταλισμού.

Τελικά, το έθιμο των εκλογών και της βουλής ως μέσο προπαγάνδας και δημαγωγίας ενισχύει την τάση να διατηρηθούν οι πολιτικοί μηχανισμοί της αστικής κοινωνίας και να προωθήσει την παθητικότητα των εργατών, κι έτσι πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόθεση ειδικών στη βουλή, οι οποίοι προωθούν τις μηχανορραφίες των πολιτικών κομμάτων σε βάρος της αυτόνομης δραστηριότητας των μαζών. Τέτοια μειονεκτήματα δεν ήταν αποδεκτά όταν η επανάσταση δεν ήταν ακόμα μια άμεση δυνατότητα. Σήμερα, όμως, έγιναν οριστικά εμπόδια, διότι το μόνο καθήκον που έχει τεθεί πλέον στην ημερίσια τάξη της ιστορίας είναι η επανάσταση του παλιού κοινωνικού συστήματος και η δημιουργία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτό το καθήκον απαιτεί μια δραστήρια και συνειδητή συμμετοχή όλης της τάξης.

Καθώς στην αρχή οι τακτικές του »επαναστατικού κοινοβουλευτισμού« ήταν κυρίως μια έκφραση του βάρους και της επιρροής του (ακόμη νέου) παρελθόντος στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της, έτσι δειχνούν σήμερα τέτοιες τακτικές τρομερά αποτελέσματα ότι μπορούν μόνο να παίξουν έναν αντεπαναστατικό ρόλο στην τάξη. Γι’αυτό είναι εκείνα τα ρεύματα, τα οποία υποστηρίζουν σήμερα τον »επαναστατικό κοινοβουλευτισμό« αμετάκλητα μέρος του αστικού στρατόπεδου, όσο και εκείνα που προπαγανδίζουν τον κοινοβουλευτισμό ως ένα όργανο της σοσιαλιστικής ανατροπής της κοινωνίας.
 

9 - Η ΛΑΪΚΗ ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΜΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

Στον παρακμιακό καπιταλισμό, στον οποίο η μόνη ιστορική πρόοδος είναι η προλεταριακή επανάσταση, δεν μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις επαναστατικές τάξεις ή πολιτικές ομάδες της κυρίαρχης τάξης –κάθε είδους, όπως προοδευτικές, δημοκρατικές ή δημοφιλείς έτσι όπως προσποιούνται- μια κοινή επιθυμία, ούτε προσωρινά. Σε αντίθεση με την ανοδική φάση του καπιταλισμού, η παρακμή του συστήματος καθιστά αδύνατο να παίξει έναν προοδευτικό ρόλο σε όλες τις πολιτικές ομάδες της αστικής τάξης. Η αστική δημοκρατία έχει χάσει ιδίως στην εποχή της παρακμής κάθε πραγματική πολιτική ουσία, η οποία ήταν στον 19ο αιώνα μια προοδευτική πολιτική μορφή σε σύγκριση με τα απομεινάρια του φεουδαρχισμού. Υπάρχει μόνο σαν παρασκήνιο που χρησιμεύει στην κάλυψη του κρατικού ολοκληρωτισμού. Οι πολιτικές ομάδες της αστικής τάξης, οι οποίες υποστηρίζουν την αστική δημοκρατία, είναι εξίσου αντιδραστικές όπως όλες οι άλλες πολιτικές ομάδες της αστικής τάξης.

Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η «δημοκρατία» αποδείχτηκε ως ένα ύπουλο φαρμάκι για το προλεταριάτο. Εν ονόματι της δημοκρατίας κατασφάχτηκαν αντιδραστικές εξεργέσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μετά τον Α’ Παγκόμσιο Πόλεμο. Εν ονόματι της δημοκρατίας και του «αντιφασισμού»  κινητοποιήθηκαν εκατομμύριοι προλετάριοι για το δεύτερο ιμπεριαλιστικό Παγκόμσιο Πόλεμο. Και επίσης εν ονόματι της δημοκρατίας το κεφάλαιο προσπαθεί σήμερα να μετατρέψει τις μάχες του προλεταριάτου σε «συμμαχίες» εναντίον του φασισμού, των αντιδραστικών, της καταπίεσης, του ολοκληρωτισμού κτλ.
Ο φασισμός, ένα ειδικό προϊόν της αντεπανάστασης, όταν το προλεταριάτο ήταν στον πάτο, δεν είναι σήμερα καθόλου στην ημερίσια τάξη. Όλη η προπαγάνδα περί «φασιστικής απειλής» είναι μια τεράστια παραπλάνηση. Εκτός αυτού, ο φασισμός δεν κατείχε (και δεν κατέχει) κανένα μονοπώλιο για την καταπίεση. Εάν τα «δημοκρατικά» ή αριστερά-πολιτικά ρεύματα εξομοίωναν τον φασισμό με την καταπίεση, τότε θέλουν να κρύψουν με αυτό το γεγονός, ότι οι ίδιοι αποφασισμένοι κάνουν χρήση από την καταπίεση, ότι ήταν οι ίδιοι που έκαναν την κύρια δουλειά στην καταστολή των επαναστατικών κινημάτων.

‘Οπως το λαϊκό μέτωπο και το αντιφασιστικό μέτωπο, η τακτική του ενιαίου μετώπου αποδείχθηκε ένα σημαντικό μέσο για την αποδυνάμωση και τον περισπασμό της προλεταριακής μάχης. Αυτές οι τακτικές, συμμαχίες των επαναστατικών οργανώσεων να υποστηριχθούν με τα λεγόμενα εργατικά κόμματα για να τα ξεμπροστιάσουν δήθεν αργότερα, μπορούν στην πραγματικότητα μόνο να οδηγήσουν στη διατήρηση των αυταπατών περί «προλεταριακής» φύσης που στην πραγματικότητα είναι πολιτικά κόμματα κι έτσι να καθυστερήσει τη διάσπαση των εργατών με τους ίδιους.

Η αυτονομία του προλεταριάτου είναι η πρώτη προϋπόθεση για την εξέλιξη του ταξικού αγώνα μέχρι την επανάσταση απέναντι σε όλες τις άλλες τάξεις της κοινωνίας. Όλες οι συμμαχίες με τις άλλες τάξεις ή στρώματα και ιδίως συμμαχίες με πολιτικές ομάδες της αστικής τάξης μπορούν να οδηγήσουν μόνο στον αφοπλισμό του προλεταριάτου απέναντι στους εχθρούς του, επειδή αυτές οι συμμαχίες παρασέρνουν την εργατική τάξη στο καθήκον της μόνης βάσης, στην οποία μπορεί να ενισχύσει τις δυνάμεις της: στη βάση του αγώνα της ως τάξη. Κάθε πολιτικό ρεύμα, το οποίο προσπαθεί να αποτρέψει την εργατική τάξη από αυτή τη βάση ανήκει στο στρατόπεδο της αστικής τάξης.
 

10 - Ο ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ»

Η εθνική απελευθέρωση και η δημιουργία καινούργιων εθνών δεν ήταν ποτέ ειδικές επιθυμίες του προλεταριάτου. Όταν οι επαναστάτες υποστήριζαν συγκεκριμένα εθνικά κύματα τον 19ο αιώνα ήξεραν πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο για τίποτε άλλο παρά για πολιτικά κινήματα. Εξίσου λιγότερα τα υποστήριζαν αυτά εν ονόματι του «δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση». Υποστήριζαν τέτοια κινήματα, διότι το έθνος διαμόρφωνε το πιο κατάλληλο πλαίσιο για την εξέλιξη του καπιταλισμού κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του και επειδή η ανάπτυξη καινούργιων εθνικών κρατών μέσω της καταστροφής των ενοχλητικών απομειναρίων των προκαπιταλιστικών κοινωνικών συνθηκών ήταν ένα βήμα μπροστά στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο κι έτσι και στη διαδικασία ωρίμανσης των υλικών συνθηκών για το σοσιαλισμό.

Με την είσοδο του καπιταλισμού στην παρακμιακή του φάση, το πλαίσιο των εθνών όπως και οι καπιταλιστικές συνθήκες γίνονται συνολικά πολύ στενές για την μετεξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην σημερινή κατάσταση όπου ακόμα και οι παλιότερες και ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες δεν μπορούν να εξελιχθούν άλλο, η τυπική δημιουργία καινούργιων χωρών δεν οδηγεί σε μια πραγματική πρόοδο. Σε έναν χωρισμένο κόσμο ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά μπλοκ δε μπορεί ένας «εθνικός απελευθερωτικός αγώνας» να είναι πια προοδευτικός, αλλά πραγματικά να δημιουργήσει μόνο ένα στοιχείο στη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, καθώς οι εργάτες και οι αγρότες χρησιμεύουν μόνο σαν βορά των κανονιών, ανεξαρτήτως από το αν εξαναγκάζονται να συμμετέχουν ή αν το κάνουν εθελοντικά.

Τέτοιες μάχες σε καμία περίπτωση δεν αποδυναμώνουν τον ιμπεριαλισμό, διότι δεν τον επιτίθενται στις ρίζες του, στις καπιταλιστικές παραγωγικές συνθήκες. Εάν αποδυναμώνουν μόνο το ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ, έτσι δυναμώνουν μόνο το άλλο. Τα καινούργια έθνη που δημιουργήθηκαν από αυτές τις συγκρούσεις πρέπει τα ίδια να γίνουν ιμπεριαλιστικά, διότι στην εποχή της παρακμής καμία χώρα –είτε μεγάλη είτε μικρή- δεν μπορεί να αποφύγει να ασκεί μια ιμπεριαλιστική πολιτική.

Σήμερα, ένας «πετυχημένος» αγώνας για την εθνική απελευθέρωση μπορεί να σημαίνει μόνο η αλλαγή από έναν ιμπεριαλιστικό εξουσιαστή στον άλλο· ιδίως για τους εργάτες στις καινούργιες «σοσιαλιστικές» χώρες σημαίνει μια εντατικοποίηση, συστηματοποίηση και στρατικοποίηση της εκμετάλλευσης μέσω του πια κρατικοποιημένου κεφαλαίου. Εκδηλώνοντας τη βαρβαρότητα του συστήματος, το κρατικό κεφάλαιο μετατρέπει το «απελευθερωμένο» έθνος σε ένα τεράστιο κέντρο συγκέντρωσης. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς κάποιων ομάδων αυτέ,ς οι μάχες για το προλεταριάτο του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου δεν παριστάνουν έναν βατήρα για την ταξική πάλη. Θέτοντας σε κίνηση τους εργάτες για το εθνικό κεφάλαιο εν ονόματι της πατριωτικής παραπλάνησης, αυτές οι μάχες είναι πάντα μια παραπλανητική ενέργεια από την προλεταριακή ταξική πάλη, η οποία είναι πολύ σφοδρή σε αυτές τις χώρες. Η ιστορία τα τελευταία 50 χρόνια έδειξε πολύ ξεκάθαρα, ότι αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες δεν ενεργούσαν ούτε σαν έναυσμα για την μάχη των εργατών στις βιομηχανικές χώρες ούτε σαν ώθηση για την ταξική πάλη στις υπανάπτυκτες χώρες. Ούτε οι άλλοι ούτε οι υπόλοιποι έχουν να περιμένουν κάτι από τέτοιες μάχες, και όυτε εδώ ούτε εκεί πρέπει οι εργάτες να διαλέξουν ένα στρατόπεδο. Εναντίον της σύγχρονης εκδοχής της «εθνικής υπεράσπισης», η οποία παρουσιάζεται ως εθνική ανεξαρτησία, μπορεί η πολεμική κραυγή των επαναστατών, όπως διατυπώθηκε ήδη από τους επαναστάτες κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, να είναι μόνο: «Επαναστατική ηττοπάθεια, μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε έναν εμφύλιο πόλεμο!» Όλες οι θέσεις προς όφελος μιας άνευ όρων και «κρίσιμης» υποστήριξης αυτών των μαχών, δεν είναι λιγότερο εγκληματικές από τη στάση των σοσιαλιστικών φαλλοκρατών κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Γι’αυτό είναι τελείως ασυμβίβαστες με μια κομμουνιστική δραστηριότητα.[2]


[2] Από τότε που κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ στα τέλη του 1980 και η διάλυση του δυτικού μπλοκ που ακολούθησε, οι απελευθερωτικοί αγώνες δεν είναι πια ένας μύθος, μέσω των οποίων οι παρατάξεις της Αριστεράς και της Ακροαριστεράς του κεφαλαίου προσπαθούσαν μέχρι τότε να κινητοποιήσουν μέλη της εργατικής τάξης για το ένα η τον άλλο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Αλλά αφού ο μύθος της «εθνικής απελευθέρωσης» έχει διαλυθεί στα μεγάλα κέντρα του καπιταλισμού με την κατάρρευση του ρωσικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ, συνεχίζει να διατηρεί σε μερικές περιφερειακές περιοχές του κόσμου την έλξη του και αποδεικνύεται ακόμη χρήσιμος για να ωθήσει τους εργάτες αυτών των χωρών σε μακελειό (όπως π.χ. στον καύκασο ή στα καταληφθέντα εδάφη από το Ισραήλ).


 

11 - ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ: ΑΥΤΟΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

Αν το ίδιο εθνικό κράτος έχει γίνει ήδη ένα πολύ στενό πλαίσιο για τις παραγωγικές δυνάμεις, έτσι αφορά αυτό πιο πολύ τις μεμονωμένες επιχειρήσεις που δεν ήταν πραγματικά ποτέ αυτόνομες απέναντι στους γενικούς νόμους του καπιταλισμού. Στον παρακμιακό καπιταλισμό, η ανεξαρτησία των επιχειρήσεων οξύνεται από αυτούς τους νόμους και από το κράτος. Γι’αυτό η «αυτοδιοίκηση των εργατών» (η διοίκηση από επιχειρήσεις μέσω των εργατών ανάμεσα στην καπιταλιστική κοινωνία) είναι μια μικροαστική ουτοπία του 19ου αιώνα. Τότε, προπαγανδίστηκε από τις τάσεις του Προυντόν. Σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αστική παραπλάνηση [3]. Είναι ένα οικονομικό όπλο του κεφαλαίου που επιδιώκει τον σκοπό να κινητοποιηθούν οι εργάτες για την ανάληψη ευθύνης χρεοκοπημένων επιχειρήσεων και να παρακινηθούν να εκμεταλλεύσουν τον εαυτό τους.

Επί πλέον, η «αυτοδιοίκηση των εργατών» είναι ένα πολιτικό όπλο της αντεπανάστασης, το οποίο χρησιμεύει:

  • στη διάσπαση της εργατικής τάξης, χωρίζοντάς την από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από συνοικία σε συνοικία και απομονώνοντάς την από κλάδο σε κλάδο·
  • στο δέσιμο της εργατικής τάξης στα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας, αν και οι εργάτες έχουν τώρα το καθήκον να καταστρέψουν τον καπιταλισμό.
  • στην παρέκκλιση του προλεταριάτου από το βασικό καθήκον που η λύση του πραγματοποιεί πρώτα την απελευθέρωση της ανθρωπότητας: την καταστροφή του πολιτικού μηχανισμού του κεφαλαίου και την ανέγερση της δικής του ταξικής δικτατορίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτό είναι πράγματι το μόνο επίπεδο, στο οποίο το προλεταριάτο μπορεί να αναλάβει την διοίκηση της παραγωγής. Όμως αυτό δε θα συμβεί στο πλαίσιο των καπιταλιστικών νόμων, αλλά μέσω της ίδιας καταστροφής.

Όλα τα πολιτικά ρεύματα, τα οποία υπερασπίζουν την «αυτοδιοίκηση των εργατών» ως εμπλουτισμό του εμπειρικού πλούτου των εργατών ή ως εξέλιξη καινούργιων σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες, συμμετέχουν έτσι αντικειμενικά στην υπεράσπιση των καπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής.


[3] Αυτή η παραπλάνηση, η οποία έχει φθάσει στο αποκορύφωμά της με την εμπειρία της «αυτοδιοίκησης» και της ήττας των εργατών του LIP 1974-75 στη Γαλλία, έχει χαθεί σήμερα. Αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι σε μια επανειλημμένη δυνάμωση του αναρχισμού θα ξαναλάβει ώθηση. Στις μάχες στην Ισπανία το 1936 τα αναρχικά και αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα ήταν οι υπέρμαχοι του μύθου της αυτοδιοίκησης που τότε παριστάθηκαν ως ένα «επαναστατικό» μέτρο.


 

12 - ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΜΑΧΕΣ: ΕΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Η κατάρρευση του καπιταλισμού ενίσχυσε την παρακμή όλων των ηθικών αξιών αυτής της κοινωνίας και οδήγησε σε μια παρακμή των ανθρωπίνων σχέσεων.

Ισχύει μεν, ότι η προλεταριακή επανάσταση θα δημιουργήσει καινούργιες συνθήκες σε όλους τους τομείς της ζωής, αλλά είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι μπορούμε ήδη σήμερα να συμμετέχουμε σ’αυτό με το να οργανώνουμε ειδικές, μεμονωμένες μάχες σε τμήματα, όπως π.χ. στο ερώτημα του ρατσισμού, η θέση της γυναίκας, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η σεξουαλικότητα και άλλων απόψεων της καθημερινής ζωής.

Η μάχη εναντίον των οικονομικών βάσεων του συστήματος εμπεριέχει την μάχη εναντίον του εποικοδομήματος της καπιταλιστικής κοινωνίας, όμως αντίστροφα αυτό δεν ισχύει. Λόγω του περιεχομένου της αυτές οι μεμονωμένες μάχες, οι οποίες δεν ενισχύουν καθόλου την απαραίτητη αυτονομία της εργατικής τάξης, τείνουν προς τη διάλυση της εργατικής τάξης σε ειδικές κατηγορίες (ράτσα, φύλο, νεολαία κτλ.). Αυτές οι κατηγορίες δεν μπορούν καθ’αυτές να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας με κανέναν τρόπο. Γι’αυτό οι αστικές κυβερνήσεις και τα κόμματα έμαθαν γρήγορα να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά τις μεμονωμένες μάχες για τους δικούς τους σκοπούς, ώστε να διατηρηθεί το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.
 

13 - Η ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ»

Όλα αυτά τα κόμματα ή οι οργανώσεις που υπερασπίζονται συγκεκριμένα κράτη ή πολιτικές ομάδες της αστικής κοινωνίας εναντίον άλλων, αν και μόνο «περιορισμένα» ή «κρίσιμα» - ας είναι εν ονόματι του «σοσιαλισμού», της «δημοκρατίας», του «αντιφασισμού», της «εθνικής ανεξαρτησίας», του «ενιαίου μετώπου», ή του «μικρότερου κακού»-, που αναπτύσσουν την πολιτική τους πάνω στο εκλογικό τσίρκο, που συμμετέχουν στις εχθρικές προς τους εργάτες δραστηριότητες των συνδικάτων ή στις παραπλανήσεις της αυτοδιοίκησης, είναι όργανα του πολιτικού μηχανισμού του κεφαλαίου. Αυτό ισχύει ιδίως για τα «σοσιαλιστικά» και «κομμουνιστικά» κόμματα.

Αυτά τα κόμματα, τα οποία κάποτε προσωποιούσαν την πρωτοπορία του παγκόσμιου προλεταριάτου, πέρασαν από τότε μια διαδικασία εκφυλισμού που τους οδήγησε στο αστικό στρατόπεδο. Αφού οι Διεθνείς, στις οποίες άνηκαν αυτά τα κόμματα (τα σοσιαλιστικά κόμματα της ΙΙ Διεθνούς, τα κομμουνιστικά κόμματα της ΙΙΙ Διεθνούς) αυτές καθ’αυτές είχαν πεθάνει (παρά της τυπικής διατήρησης των δομών της), αυτά τα κόμματα εξακολούθησαν να υπάρχουν μόνο για να γίνουν σταδιακά και το κάθε ένα για τον εαυτό του (συχνά σημαντικά) μέρη των γραναζιών του αστικού κρατικού μηχανισμού στις χώρες τους.

Αυτή ήταν η περίπτωση της ΙΙ Διεθνούς, όταν οι μεγάλοι των κομμάτων της κυριευμένοι από το έλκος του οπορτουνισμού και του κεντρισμού παρασύρθηκαν πλειοψηφικά με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (που εκδήλωσε το θάνατο της ΙΙ Διεθνούς) να εφαρμόσουν την πολιτική της «εθνικής υπεράσπισης». Αυτό έγινε υπό την ηγεσία των σοσιαλο-σοβινιστικών δικαιωμάτων, η οποία εκείνη τη στιγμή προσχώρησε στην αστική τάξη. Τελικά, αυτά τα κόμματα αντιμετώπισαν ευθέως το επαναστατικό ρεύμα των μαχών και ανέλαβαν τον ρόλο του δήμιου της εργατικής τάξης, όπως στην Γερμανία το 1919. Η οριστική ένταξη όλων αυτών των κομμάτων στο αστικό κράτος έγινε μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή η διαδικασία ένταξης είχε αποκλειστεί οριστικά στις αρχές του 20ου αιώνα, και αφού τα τελευταία προλεταριακά ρεύματα αποβλήθηκαν από τις σειρές τους – ή τις είχαν εγκαταλείψει οι ίδιοι για να προσχωρήσουν στην Κομμουνιστική Διεθνούς.

Μετά από μια παρόμοια διαδικασία του οπορτουνιστικού εκφυλισμού προσχώρησαν και τα κομμουνιστικά κόμματα στο καπιταλιστικό στρατόπεδο. Αυτή η διαδικασία, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη στις αρχές του 1920, συνέχισε και μετά το θάνατο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (η οποία το 1928 ήταν χαρακτηρισμένη μέσω της ανάληψης της «θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια χώρα»), ώστε παρά των πικρών μαχών των κοινοβουλευτικών ομάδων της Αριστεράς και μετά την αποβολή της να καταλήξει σε πλήρη ενσωμάτωση αυτών των κομμάτων στο καπιταλιστικό κράτος στις αρχές του 1930, όταν αυτά προσχώρησαν στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών της εκάστοτε αστικής τάξης και μπήκαν στο λαΐκό μέτωπο. Ακόμα και η ενεργή συμμετοχή τους στην «αντιφασιστική αντίσταση» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και στην «εθνική ανοικοδόμηση» μετά τον πόλεμο τους παρουσίασε ως πιστούς υπηρέτες του εθνικού κεφαλαίου και ως καθαρή προσωποίηση της αντεπανάστασης.

Όλα τα λεγόμενα «επαναστατικά ρεύματα» -ο μαοΐσμός, ο οποίος είναι μόνο μια παραλλαγή εκείνων των κομμάτων που προσχώρησαν οριστικά στην αστική τάξη· ο τροτσκισμός, ο οποίος έπεσε θύμα σε μια παρόμοια διαδικασία εκφυλισμού, αφού ήταν στην αρχή μια προλεταριακή αντίδραση εναντίον της προδοσίας των κομμουνιστικών κομμάτων, ή ο παραδοσιακός αναρχισμός, ο οποίος εκπροσωπεί σήμερα την ίδια πολιτική μέθοδο και μοιράζει συγκεκριμένες θέσεις με τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα (όπως π.χ. αντιφασιστικές συμμαχίες) –ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο: αυτού του κεφαλαίου. Η μικρότερη επιρροή του ή η ριζοσπαστικότερη γλώσσα του δεν αλλάζουν τίποτα στις αστικές βάσεις του προγράμματος και της ουσίας του, αλλά τους κάνει χρήσιμους οδηγούς, προσκολλημένους και εκπροσώπους των εγκατεστημένων κομμάτων.
 

14 - ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΥΜΑ ΜΑΧΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΙΡΑΤΟΥ

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έδειξε μόνο ότι ο καπιταλισμός μπήκε στην παρακμιακή του φάση, αλλά επίσης ότι οι αντικειμενικές προΰποθέσεις για την προλεταριακή επανάσταση έχουν ωριμάσει. Το επαναστατικό κύμα που προέκυψε ως απάντηση στον πόλεμο και στις συνέπειες του και που επεκτάθηκε κυρίως στη Ρωσία και στην Ευρώπη, παρέσυρε επίσης την Αμερική και την Κίνα. Έτσι παρίστανε την πρώτη προσπάθεια του παγκόσμιου προλεταριάτου να εκπληρώσει το ιστορικό του καθήκον που είναι η καταστροφή του καπιταλισμού. Στο αποκορύφωμα των μαχών του, οι οποίες διήρκησαν από το 1917 μέχρι το 1923, το προλεταριάτο κατέλαβε την εξουσία στην Ρωσία, ξεσηκώθηκαν σε μαζικές εξεργέσεις στην Γερμανία και ταράχθηκε η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Αυστρία βαθύτατα. Αν και λιγότερο δυνατοί, το προλεταριάτο εμφανίστηκε με μεγάλη αποφασιστικότητα και σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στην Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία, Βόρεια- και Νότια Αμερική και προκάλεσε πικρές διαφωνίες με τους κυρίαρχους. Το τέλος των επαναστατικών κινημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν η αιματηρή καταστολή της εργατικής επανάστασης στη Σανγκάη και Καντόν (Κίνα) το 1927. Γι’αυτό η Oκτωβριανή Eπανάσταση στη Ρωσία το 1917 μπορεί να αντιληφθεί μόνο ως σημαντικότερη έκφραση αυτών των δυνατών ταξικών κινημάτων κι όχι ως «αστική», «κρατικό-καπιταλιστική διπλή επανάσταση» ή ως «μόνιμη επανάσταση» που εξανάγκαζε το προλεταριάτο στη Ρωσία να εκπληρώσει τα «πολιτικά-δημακρατικά» καθήκοντά του αναπληρωματικά για την ανίκανη αστική τάξη.

Και ι ίδρυση της ΙΙ Διεθνούς (της Κομμουνιστικής Διεθνούς) το 1919 ήταν μια θεμελιώδης πράξη αυτού του επαναστατικού κύματος. Εκτέλεσε την οργανωτική και πολιτική διακοπή με τα κόμματα της ΙΙ Διεθνούς, των οποίων η συμμετοχή τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σήμαινε τη μετάβαση τους στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν ένα σταθερό συστατικό της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτή ανατράπηκε μέσω ακριβών, σαφών και σωστών πολιτικών θέσεων από τη ΙΙ Διεθνή, όπως το σύνθημα του «μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σ’έναν εμφύλιο», «καταστροφή του αστικού κράτους» και «όλη η εξουσία στα συμβούλια» όπως διασαφηνίζει και η αποφασιστική συμμετοχή του στην ανάπτυξη της Τρίτης Διεθνούς. Έτσι, παρείχε μια θεμελιώδη συμβολή στην επαναστατική διαδικασία και προσωποιούσε την πραγματική  πρωτοπορία του προλεταριάτου.

Μολονότι που ο εκφυλισμός και της Ρωσικής Επανάστασης και της ΙΙΙ Διεθνούς ήταν κυρίως η επίπτωση της καταστολής των επαναστατικών εξεργέσεων αλλού και της γενικής εξασθένισης του επαναστατικού κύματος, πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη και ο ρόλος των Μπολσεβίκων στην πορεία του εκφυλισμού και των διεθνών ηττών του προλεταριάτου, διότι ήταν το κύριο στήριγμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς λόγω της αδυναμίας άλλων κομμάτων. Εν όψει της καταστολής της εξέργεσης της Κοστάνδης, της άσκησης πολιτικής στην «κατάκτηση» των συνδικάτων (παρά της αντίστασης της Αριστεράς στην Τρίτη Διεθνή),«του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού» και του «ενιαίου μετώπου», δεν πρέπει η επιρρόη και η ευθύνη των Μπολσεβίκων στην ρευστοποίηση του επαναστατικού κύματος να εκυιμηθεί λιγότερο από την θετική συμβολή τους στην επέκταση αυτού του κύματος.

Ακόμα και στη Ρωσία η αντεπανάσταση δεν ήρθε από έξω, αλλά από μέσα. Στηριζόταν ιδίως από εκείνο το κράτος, του οποίου οι δομές οργανώθηκαν από τους μπολσεβίκους που έχουν γίνει πια κυρίαρχο κόμμα του κράτους. Αυτά που ήταν βαριά λάθη τον Οκτώβριο του 1917, τα οποία εξηγούνται ειδικά με την ανωριμότητα του προλεταριάτου στην Ρωσία και γενικά με την έναρξη της νέας εποχής, έγιναν ένα προστατευτικό τοίχος και μια ιδεολογική δικαιολογία της αντεπανάστασης και θα έπρεπε να έχει γίνει ένας σημαντικός παράγοντας στον θρίαμβό τους. Η πτώση του επαναστατικού κύματος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης, η κατάρρευση της ΙΙΙ Διεθνούς και του μπολσεβίκικου κόμματος όπως και εντέλει η αντεπαναστατική μετατροπή των μπολσεβίκων μπορούν μόνο να κατανοηθούν πραγματικά, αν αναγνωρίζεται το επαναστατικό κύμα και η Τρίτη Διεθνής (συμπεριλαμβανομένου  του ρωσικού τμήματός της) ως έκφραση του προλεταριακού κινήματος. Κάθε άλλη αντίληψη μπορεί να προκαλέσει μόνο σύγχυση και θα αποστασιοποιούσε τα ρεύματα, τα οποία υπόκεινται σε αυτές τις συγχύσεις, να ανταποκριθούν πραγματικά στα επαναστατικά καθήκοντά τους.

Αυτές οι εμπειρίες της τάξης δεν απέφεραν μεν «υλικά» κέρδη, αλλά παρ’όλα αυτά τα θεωρητικά μαθήματά της είναι μεγαλύτερης σημασίας· μαθήματα που αποκρυσταλλώνονται μόνο μέσω  μιας πραγματικής κατανόησης αυτών των εμπειριών. Ιδίως η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 έχει κατορθώσει ως μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία, καταλαμβάνοντας την πολιτική εξουσία από το προλεταριάτο (εκτός από μικρές και θλιβερές εμπειρίες της Κομούνας του Παρισιού το 1871 και των δημοκρατικών συμβουλίων στη Βαυαρία και Ουγγαρία το 1918), να δώσει πολύτιμες συμβολές για την κατανόηση δυο βασικών προβλημάτων της προλεταριακής μάχης: σχετικά με το περιεχόμενο της επανάστασης και την ουσία της οργάνωσης των επαναστατών.

"[…] Το μοντέρνο προλεταριάτο προκύπτει διαφορετικά από ιστορικές δοκιμασίες. Τεράστια όπως τα καθήκοντά του είναι και τα σφάλματά του. Κανένα προδιαγραμμένο μια για πάντα έγκυρο σχήμα, κανέναν αλάθητο ηγέτη του δείχνει το μονοπάτι, στο οποίο πρέπει να περιφερθεί. Η ιστορική εμπειρία είναι ο μοναδικός δάσκαλος, ο δρόμος του γεμάτος από αγκάθια για την αυτοαπελευθέρωση δεν είναι μόνο λιθοστρωμένο με αμέτρητο πόνο, αλλά και με αμέτρητα σφάλματα. Ο στόχος του ταξιδιού του, η απελευθέρωση του εξαρτάται από το να καταλάβει το προλεταριάτο να μάθει από τα δικά του σφάλματα. Αυτοκριτική, αδιάφορη, φρικτή, αυτοκριτική μέχρι το  βάθος των πραγμάτων είναι ανάσα ζωής και φώς ζωής για το προλεταριακό κίνημα. Η πτώση του σοσιαλιστικού προλεταριάτου στο παρών παγκόσμιο πόλεμο είναι απίστευτη, είναι μια δυστυχία για την ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός θα χανόταν μόνο τότε, εάν το διεθνές προλεταριάτο δεν θα ήθελε να εκτιμήσει το βάθος της πτώσης και να μην μάθει κάτι από αυτό. "(Ρόζα Λούξεμπουργκ «Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας», 1916, συλλογή έργων, τόμος 4, σελίδα 53).
 

15 - Η ΔΙΚΤATΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΙΑΤΟΥ

Η ανάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσω του προλεταριάτου σε παγκόμσιο επίπεδο είναι μια προΰπόθεση και το πρώτο βήμα για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Κατ’αρχήν σημαίνει η ολοκληρωτική καταστροφή του αστικού κρατικού μηχανισμού.

Επειδή η αστική τάξη ασκεί ειδικά μέσω αυτού του κράτους την εξουσία της πάνω στην κοινωνία όπως και τα προνόμιά της και διατηρεί την εκμετάλλευση των άλλων τάξεων, ιδίως την εργατική τάξη, αυτό το όργανο είναι αναγκαστικά κατάλληλο για αυτές τις λειτουργίες. Επομένως, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί το κράτος, διότι η εργατική τάξη δεν έχει να υπερασπιστεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Με άλλα λόγια: δεν υπάρχει ειρηνικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό· το προλεταριάτο μπορεί να αντιταχθεί στην εξουσία, η οποία, φανερή ή κρυμμένη, εξασκείται όλο και πιο συστηματικά από την εκμεταλλευόμενη μειοψηφία –την αστική τάξη-, μόνο με τη δική της επαναστατική ταξική εξουσία.

Για να λειτουργεί ως μοχλός στην οικονομική ανατροπή της κοινωνίας πρέπει η δικτατορία του προλεταριάτου –δηλαδή η άσκηση της πολιτικής εξουσίας αποκλειστικά μέσω της εργατικής τάξης- να αφοσιωθεί στο βασικό καθήκον να απαλλοτριώσει την εκμεταλλευόμενη τάξη μέσω της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων και σταδιακά να επεκτείνει τον κοινωνικοποιημένο τομέα σε όλο τον μηχανισμό παραγωγής. Το προλεταριάτο πρέπει μέσω της πολιτικής εξουσίας του να επιτεθεί στην πολιτική εθνική οικονομία εκτελώντας την οικονομική πολιτική του που οδηγεί στην κατάργηση του εργατικού μισθού και της παραγωγής προΐόντων και αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών της ανθρωπότητας.

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό θα συνεχίσουν να υπάρχουν μελλοντικά εκτός από το προλεταριάτο άλλες μη εκμεταλλευόμενες τάξεις και στρώματα. Η ύπαρξή τους είναι συνδεδεμένη με τον μη κοινωνικοποιημένο τομέα της οικονομίας. Ως έκφραση των εναντιωμένων οικονομικών συμφερόντων θα εξακολουθεί να υπάρχει η ταξική πάλη μέσα στην κοινωνία. Η μεταβατική κοινωνία θα πρέπει, λοιπόν, να δημιουργήσει ένα κράτος, του οποίου ο ουσιαστικός ρόλος να είναι να αποτρέψει τις ακόμη οξυμένες συγκρούσεις να διαλύσουν ολοκληρωτικά την κοινωνία. Σε τελική ανάλυση, όμως, θα εξαφανιστεί το ίδιο κράτος με τη σταδιακή διάλυση αυτών των κοινωνικών τάξεων μέσω της ενσωμάτωσης των μελών της στους κοινωνικοποιημένους τομείς.

Η δικτατορία του προλεταριάτου θα αποδεχθεί τη μορφή των εργατικών συμβουλίων και των ενωμένων γενικών συνελεύσεων που οργανώνονται και συγκεντρώνονται στο επίπεδο της όλης τάξης –με εκλεγόμενους και μη επανεκλεγόμενους απεσταλμένους- και η οποία κάνει δυνατή μια πραγματική συλλογική και αμέριστη άσκηση της εξουσίας μέσω όλης της τάξης. Αυτά τα συμβούλια πρέπει να κατέχουν το μονοπώλιο για τον έλεγχο των όπλων· αυτό είναι η εγγύηση για το ότι η εργατική τάξη και μόνο θα ασκεί την πολιτική εξουσία.

Μόνο η εργατική τάξη στο σύνολό της μπορεί να ασκεί της εξουσία σχετικά με μια κομμουνιστική ανατροπή της κοινωνίας. Σε αντίθεση με άλλες επαναστατικές τάξεις του παρελθόντος δεν μπορεί να παραδώσει την εξουσία της σε κάποιο θεσμό ή μειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου της μειοψηφίας των επαναστατών. Οι επαναστάτες ενεργούν μέσα στα συμβούλια, διότι η δική τους οργάνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ενιαία οργάνωση της τάξης στην πραγματοποίηση των ιστορικών καθηκόντων της.

Επίσης και η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης έκανε ξεκάθαρη την περιπλοκή των σχέσεων μεταξύ της τάξης και του κράτους στη μεταβατική περίοδο. Στο εξής το προλεταριάτο και οι επαναστάτες δεν μπορούν να αποφύγουν το πρόβλημα, πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να το λύσουν.

Η δικτατορία του προλεταριάτου εμπεριέχει την απόλυτη απόρριψη της ιδέας να υποταχθεί η εργατική τάξη σε κάποια εξωτερική δύναμη· εξίσου αποκλείει η δικτατορία του προλεταριάτου έκαστη εξουσία μέσα στην τάξη. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η εργατική τάξη είναι η μοναδική επαναστατική τάξη στην κοινωνία. Η συνείδηση και η συνοχή όπως και οι αυτόνομες, ανεξάρτητες πράξεις της αποτελούν ουσιώδη εγγύηση για το ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα οδηγήσει στον κομμουνισμό.
 

16 - Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

α) Οργάνωση και ταξική συνείδηση

Κάθε τάξη η οποία μάχεται ενάντια στην εκάστοτε κοινωνική συνοχή, μπορεί να το κάνει αυτό αποτελεσματικά μόνο εάν προσδώσει στον αγώνα της μια οργανωμένη και συνειδητή υπόσταση. Οποιαδήποτε ατέλεια και αποξένωση κι αν είχαν οι μορφές οργάνωσης και οι συνηδήσεις τους, αυτό ήταν ήδη πραγματικότητα για τάξεις όπως οι δούλοι ή οι χωρικοί οι οποίες δεν εμπεριείχαν κάποια κοινωνική συνοχή. Όμως αυτή η αναγκαιότητα βρίσκει εφαρμογή ακόμα περισσότερο σε ιστορικές τάξεις, οι οποίες φέρουν τις νέες  συσχετίσεις τις οποίες η εξέλιξη της κοινωνίας κάνει απαραίτητες. Το προλεταριάτο, όσον αφορά αυτές τις τάξεις, είναι η μόνη τάξη η οποία δεν κατέχει καμία οικονομική ισχύ στα πλαίσια της παλιάς κοινωνίας. Ως εκ τούτου, η οργάνωση και η συνέιδησή της είναι ακόμα πιο αποφασιστικοί παράγοντες στα πλαίσια του αγώνα της.

Η μορφή της οργάνωσης που κάθε τάξη δημιουργεί για τον επαναστατικό αγώνα της και την άσκηση πολιτικής ισχύος, είναι αυτή των εργατικών συμβουλίων. Ενώ όμως ολόκληρη η τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης και αναδιατάσσεται σε αυτές τις οργανώσεις αυτήν την χρονική στιγμή, τούτο δεν σημαίνει πως η διαδικασία μέσω της οποίας η τάξη αποκτά συνείδηση είναι με οποιονδήποτε τρόπο ταυτόχρονη ή ομογενής. Η ταξική συνείδηση εξελίσσεται μέσα σε ένα ελικοειδές μονοπάτι διαμέσου της πάλης των τάξεων, των επιτυχιών και των αποτυχιών της. Οφείλει να αντιμετωπίσει τους τμηματικούς και εθνικούς διχασμούς, οι οποίοι συνιστούν το "φυσικό" περιβάλλον της καπιταλιστικής κοινωνίας και τους οποίους το κεφάλαιο έχει κάθε συμφέρον να διαιωνίσει εντός της τάξης.

β) Ο ρόλος των επαναστατών

Οι επαναστάτες είναι τα στοιχεία εκείνα εντός της τάξης τα οποία διαμέσου αυτής της ετερογενούς διαδικασίας είναι οι πρώτοι που θα αποκτήσουν μια ξεκάθαρη κατανόηση της "γραμμής πορείας, των συνθηκών και των τελικών γενικών αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος" (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), και δεδομένου πως σε μια καπιταλιστική κοινωνία, "οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης", οι επαναστάτες απαραίτητα συνιστούν μια μειοψηφία της εργατικής τάξης.

Ως προέλευση της τάξης, μια εκδήλωση της διαδικασίας μέσω της οποίας αποκτά συνείδηση, οι επαναστάτες μπορούν να υπάρχουν ως τέτοιοι με το να γίνουν ένας ενεργός παράγοντας σε αυτήν την διαδικασία. Για τα επιτύχει αυτόν τον σκοπό με έναν αδιάλυτο τρόπο, η επαναστατική οργάνωση:

  • Συμμετέχει σε όλες τις μάχες της τάξης, στις οποίες τα μέλη της ξεχωρίζουν ως οι πιο αποφασιστικοί και μαχητικοί αγωνιστές.
  • Παρεμβαίνει σε αυτές τις μάχες με το να τονίζει πάντα το γενικότερο συμφέρον της τάξης και τους τελικούς σκοπούς του κινήματος.
  • Σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της παρέμβασης, αφιερώνεται συνεχώς στο έργο της θεωρητικής διασαφήνισης και ανάκλασης, που από μόνη της θα επιτρέψει στην γενικότερη δραστηριότητά της να βασιστεί σε ολόκληρη την παρελθούσα εμπειρία της τάξης και στις μελλοντικές προοπτικές, αποκρυσταλλωμένες μέσα από αυτήν την θεωρητική εργασία.

γ) Η σχέση μεταξύ της τάξης και της οργάνωσης των επαναστατών

Αν η γενικότερη οργάνωση της τάξης και η οργάνωση των επαναστατών αποτελούν κομμάτια του ίδου συστήματος, ωστόσο είναι δυο ξεχωριστά  πράγματα.

Η μεν, τα συμβούλια αναδιοργανώνουν ολόκληρη την τάξη. Το μοναδικό κριτήριο για να ανήκει κάποιος σε αυτά είναι να είναι εργάτης. Η δε από την άλλη, αναδιοργανώνει μόνο τα επαναστατικά στοιχεία της τάξης. Το κριτήριο για να ανήκει κάποιος σε αυτήν δεν είναι πλέον κοινωνιολογικό, αλλά πολιτικό, συμφωνία με το πρόγραμμα και δέσμευση για την υπεράσπισή του. Ως εκ τούτου, η εμπροσθοφυλακή της τάξης μπορεί να περιλαμβάνει άτομα τα οποία δεν είναι κοινωνιολογικά μέρος της εργατικής τάξης, αλλά τα οποία, με το να διαχωρίζονται από την τάξη από την οποία προήλθαν, αυτοπροσδιορίζονται με τα ιστορικά ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου.

Παρ'όλα αυτά, ενώ η τάξη και η οργάνωση της εμπροσθοφυλακής της είναι δυο διαφορετικά πράγματα, δεν είναι ξεχωριστά, εξωτερικά, ή αντικροούμενα το ένα από το άλλο, όπως ισχυρίζονται κάποιες Λενινιστικές τάσεις από την μια, και κάποιες εργατίστικες-συμβουλιακές τάσεις από την άλλη. Αυτό που και οι δύο παραπάνω αντιλήψεις αρνούνται είναι το γεγονός πως όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους αυτά τα δυο στοιχεία, (η τάξη και οι επαναστάτες), αλλά αλληλοσυμπληρώνονται ως σύνολο και ως συστατικά ενός συνόλου. Μεταξύ των δύο δεν μπορούν ποτέ να υπάρξουν σχέσεις δύναμης, καθώς οι κομμουνιστές "δεν έχουν κανένα άλλο συμφέρον παρά μόνο τα συμφέροντα του προλεταριάτου σαν σύνολο" (Κομμουνιστικό Μανιφέστο).

Σαν κομμάτι της τάξης, οι επαναστάτες δεν μπορούν επ' ουδενί να υποκαταστήσουν εαυτούς αντί της τάξης, είτε στους αγώνες της εντός του καπιταλισμού, είτε, ακόμη λιγότερο, στην ανατροπή του καπιταλισμού και την άσκηση πολιτικής ισχύος. Σε αντίθεση με άλλες ιστορικές τάξεις, η συνείδηση της μειοψηφίας, όσο διαφωτισμένη και να είναι, δεν αρκεί για να επιτύχε τους σκοπούς του προλεταριάτου. Αυτά είναι καθήκοντα που απαιτούν την συνεχή συμμετοχή και δημιουργική δραστηριότητα ολόκληρης της τάξης κάθε στιγμή.

Η γενίκευση της συνείδησης είναι η μόνη εγγύηση για την ήττα  της προλεταριακής επανάστασης. Επειδή αυτό είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της πρακτικής εμπειρίας της, οι χαρακτηριστικές δραστηριότητες της όλης τάξης είναι αναντικατάστατες. Ιδίως η απαραίτητη χρήση της βίας μέσω της τάξης δεν πρέπει να είναι μια ξεχωριστή δραστηριότητα από το γενικό ταξικό κίνημα. Γι’αυτο η τρομοκρατία, που εξασκείται από άτομα η απομονωμένες ομάδες, είναι τελείως άγνωστη στους μεθόδους μάχης της εργατικής τάξης. Στην καλύτερη περίπτωση είναι μια έκφραση μικροαστικής απελπισίας, εάν  δεν είναι απλά ένα κυνικό μέσο στη μάχη ανάμεσα σε διαφορετικές παρατάξεις της αστικής τάξης.

Η αυτοοργάνωση των εργατικών μαχών και η άσκηση βίας μέσω της τάξης δεν σχηματίζουν ξεχωριστούς δρόμους προς τον κομμουνισμό, αν και το ένα σταθμίζεται κατά του άλλου. Μόνο μαζί παριστάνουν τον μοναδικό δρόμο προς τον κομμουνισμό.

Η οργάνωση των επαναστατών ( των οποίων η ανώτερη εξελιγμένη μορφή είναι το κόμμα) είναι ένα απαραίτητο όργανο, που αναπτύχθηκε από την εργατική τάξη για την εξέλιξη της συνείδησης περί του ιστορικού μέλλοντος και για τον αντίστοιχο πολιτικό προσανατολισμό της μάχης  της. Γι’αυτό είναι η ύπαρξη και η δραστηριότητα αυτού του κόμματος ένας απαραίτητος όρος για την τελική νίκη του προλεταριάτου.

δ) Η αυτονομία της εργατικής τάξης

Σε σχέση με τις εξυμνητικές-εργατικές και αναρχικές ομάδες, το σχέδιο της εργατικής αυτονομίας και η αντιπαράθεσή της στην πολιτική αναπλήρωση αποκτά ένα αντιδραστικό και μικροαστικό νόημα. Η αυτονομία σε αυτές τις ομάδες οδηγεί σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια ανεξαρτησία ως μικρή αίρεση που το παίζει εργατική τάξη, όπως τα αναπληρωματικά κύματα που δέχτηκαν κριτική από αυτές. Εκτός αυτού η εξυμνητική-εργατική και αναρχική αντίληψη ξεχωρίζεται σε δυο ουσιαστικές απόψεις:

  • μέσω της απόρριψης των εκάστοτε πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, όπως και να φαίνονται μέσω των εργατών
  • μέσω της αυτονομίας του κάθε τομέα της εργατικής τάξης (σε εργοστάσια, γειτονιές, συνοικίες, περιοχές, έθνη κτλ.) απέναντι σε άλλους τομείς της τάξης, δηλαδή το ομοσπονδιακό σύστημα.

Σήμερα, τέτοιες ιδέες είναι στην καλύτερη περίπτωση μια συναισθηματική αντίδραση εναντίον της σταλινιστικής γραφειοκρατίας και εναντίον της σταλινιστικής εξέλιξης του κρατικού ολοκληρωτισμού· στη χειρότερη περίπτωση είναι όντως η πολιτική έκφραση της τυπικής απομόνωσης και διάσπασης για την μικροαστική τάξη. Όμως και στις δυο περιπτώσεις εκφράζουν την ολική έλλειψη κατανόησης απέναντι στις τρεις βασικές απόψεις της επαναστατικής μάχης του προλεταριάτου, δηλαδή:

  • η σημασία και η προτεραιότητα των πολιτικών καθηκόντων της τάξης (καταστροφή του καπιταλιστικού κράτους, δικτατορία του προλεταριάτου σε παγκόμσιο επίπεδο)·
  • η σημασία και η επιτακτικότητα της οργάνωσης των επαναστατών μέσα στην τάξη·
  • του ενωμένου, συγκεντρωμένου και παγκόσμιου χαρακτήρα της επαναστατικής μάχης της τάξης.

Για εμάς τους μαρξιστές η αυτονομία της τάξης σημαίνει η ανεξαρτησία της τάξης απέναντι σε όλες τις άλλες τάξεις στην κοινωνία. Αυτή η αυτονομία παρίστανε μια αναγκαστικά απαραίτητη προθΰπόθεση για τις επαναστατικές δραστηριότητες της τάξης, διότι το προλεταριάτο είναι η μοναδική επαναστατική τάξη. Αυτή η αυτονομία εκφράζεται και σε οργανωτικό επίπεδο (σε μορφή της οργάνωσης των εργατικών συμβουλίων) και σε πολιτικό και πραγματικό επίπεδο και γι’αυτό είναι σε στενή σχέση με την κομμουνιστική πρωτοπορία του προλεταριάτου σε αντίθεση με τις αντιλήψεις των εξυμνητικών-εργατικών ομάδων.

ε) Η οργάνωση των επαναστατών στις διάφορες περιόδους του ταξικού αγώνα

Έτσι όπως η γενική οργάνωση της τάξης και η οργάνωση των επαναστατών έχουν μια διαφορετική λειτουργία, έτσι είναι και οι όροι, υπό των οποίων δημιουργούνται, διαφορετικής φύσεως. Τα συμβούλια δημιουργούνται μόνο σε καιρούς επαναστατικών αντιπαραστάσεων, όταν οι μάχες της τάξης κατευθύνονται στην κατάληψη εξουσίας. Εν τούτις από την ύπαρξή της συνέχισε να υπάρχει πάντα η επιδίωξη της εργατικής τάξης για την μετεξέλιξη της συνείδησης της και θα εξακολουθήσει να υπάρχει μέχρι τη διάλυση της στην κομμουνιστική κοινωνία. Γι’αυτό υπήρχαν πάντα κομμουνιστικές μειονότητες ως έκφραση αυτών των συνεχών προσπαθειών. Αλλά το πλαίσιο, η επιρροή, ο τρόπος των δραστηριοτήτων και η μορφή της οργάνωσης είναι στενά συνδεδεμένα με τους όρους του ταξικού αγώνα.

Σε καρούς έντονων ταξικών δραστηριοτήτων αυτές οι μειονότητες ασκούν μια άμεση επιρροή στην πρακτική πορεία των γεγονότων. Σε αυτήν την περίπτωση είναι δικαιολογημένο να χαρακτηριστεί η οργάνωση της πρωτοπορίας ως κόμμα. Σε καιρούς ηττών ή υποχώρησης του ταξικού αγώνα, όμως, οι επαναστάτες δεν είχαν πια πραγματική επιρροή στην άμεση πορέια της ιστορίας. Σε αυτήν την περίπτωση επιφυλάσσονται μόνο μικρότερες οργανώσεις να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ο ρόλος τους δεν είναι πια να επηρεάσει άμεσα το κίνημα, αλλά να αντισταθεί στο άμεσο κίνημα. Εάν η τάξη είναι αφοπλισμένη και κινητοποιηθεί σε αστικό έδαφος (μέσω της συνεργασίας ανάμεσα στις τάξεις σε μορφή «Ιερής Συμμαχίας», της «εκεχειρίας», της «αντίστασης», του «αντιφασισμού» κτλ.) σημαίνει για τις επαναστατικές μειονότητες να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα. Το ουσιώδες καθήκον τους είναι να βγάλουν δίδαγμα από τις εμπειρίες που έκαναν κι έτσι να προετοιμάσουν το θεωρητικό και προγραμματικό πλαίσιο για το μελλοντικό προλεταριακό κόμμα που πρέπει αναγκαστικά να σχηματηθεί μόλις ενισχυθεί ξανά ο ταξικός αγώνας. Οι ομάδες και οι παρατάξεις, οι οποίες έχουν χωριστεί ή επιβιώσει στο χαμηλότερο επίπεδο του ταξικού αγώνα από το αλλοιωμένο κόμμα, έχουν το καθήκον να δημιουργήσουν την πολιτική και οργανωτική γέφυρα μέχρι την αποκατάσταση του κόμματος.

ζ) Η δομή της οργάνωσης των επαναστατών

Ο απαραίτητος παγκόσμιος και συγκεντρωμένος χαρακτήρας της προλεταριακής επανάστασης μεταδίδεται και στο κόμμα της εργατικής τάξης. Εκείνες οι παρατάξεις και ομάδες, οι οποίες δουλεύουν για την ανάπτυξη του κόμματος, επιδιώκουν αναγκαστικά μια παγκόσμια συγκέντρωση. Αυτό εκδηλώνεται με την ύπαρξη των κεντρικών οργάνων, στα οποία μεταδίδεται μια κεντρική πολιτική ευθύνη ανάμεσα στα συνέδρια των οργανώσεων για τα οποία ευθύνονται.

Η δομή της οργάνωσης των επαναστατών πρέπει να λάβει υπόψη της δυο βασικές ανάγκες:

Πρέπει να κάνει δυνατή την πλήρη εξέλιξη της επαναστατικής συνείδησης μέσα στην ίδια οργάνωση κι έτσι και την πιο ευρεία και πιο διεξοδική συζήτηση όλων των ερωτήσεων και τη διαφορά απόψεων, οι οποίες εμφανίζονται σε μια μη-μονολιθική οργάνωση.
Πρέπει να εξασφαλίσει ταυτόχρονα την συνοχή και τον ενιαίο τρόπο δράσης της. Αυτό σημαίνει ιδίως ότι όλα τα  μέρη της οργάνωσης πρέπει να εκτελέσουν τις παρμένες αποφάσεις από την πλειοψηφία.

Η σχέση μεταξύ των διαφόρων μελών της οργάνωσης και μεταξύ των ίδιων μαχητών, φέρουν αναγκαστικά τα σημάδια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’αυτό δε μπορούν αυτές οι σχέσεις να παριστάνουν κάποια νησιά των κομμουνιστικών σχέσεων μέσα στον καπιταλισμό. Αλλά δεν πρέπει ούτε να είναι σε ολοφάνερη αντίθεση με τον επιδιωκόμενο στόχο των επαναστατών και πρέπει αναγκαστικά να βασίζονται στην αλληλεγγύη και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη που είναι ένα χαρακτηριστικό του να είναι κανείς μέλος της οργάνωσης εκείνης της τάξης, η οποία πρέπει να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό.

„[…] το δίλημμα, στο οποίο βρίσκεται η ανθρωπότητα, σημαίνει: είτε η κατάρρευση στην αναρχία είτε η σωτηρία μέσω του σοσιαλιμσού. Από τα αποτελέσματα του Παγκόσμιου Πόλεμου είναι αδύνατον οι αστικές τάξεις να βρούν μια διέξοδο στο έδαφος της ταξικής κυριαρχίας και του καπιταλισμου. Κι έτσι εκφράσαμε τελικά την αλήθεια, την οποία ειδικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς έχουν εκφράσει για πρώτη φορά ως επιστημονική βάση του σοσιαλισμού [...]: Ο σοσιαλισμός θα γίνει μια ιστορική αναγκαιότητα, βιώνοντας σήμερα την ακριβή σημασία της λέξεως. Ο σοσιαλισμός δεν έγινε μόνο αναγκαιότητα, επειδή το προλεταριάτο δεν θέλει πια να ζήσει υπό τις συνθήκες ζωής που του προκάλεσαν οι καπιταλιστικές τάξεις, αλλά επειδή επίκειται η κατάρρευση όλων μας, εάν το προλεταριάτο δεν εκπληρώσει τις ταξικές του ευθύνες και πραγματοποιήσει τον σοσιαλισμό.“ (Ρόζα Λούξεμπουργκ στο συνέδριο για την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμμα της Γερμανίας 1918/19, συλλογή έργων, τόμος 4, σ. 496).